Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

1)+σκοτεινός+2)+(

  • 41 омрачённый

    επ. από μτχ.
    1. σκοτεινός, σκοτεινιασμένος. || μτφ. συσκοτισμένος.
    2. περίλυπος, καταλυπημένος, καταθλιμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > омрачённый

  • 42 потемнелый

    επ.
    σκοτεινός, σκοτεινιασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > потемнелый

  • 43 потемнеть

    ρ.σ. κ. ως απρόσ. σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός•

    глаза его -ли τα μάτια του σκοτείνιασαν•

    в лесу -ло στο δάσος σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > потемнеть

  • 44 притемнять

    ρ.δ.
    βλ. притемнить.
    γίνομαι λίγο σκοτεινός.

    Большой русско-греческий словарь > притемнять

  • 45 сумный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно (διαλκ.) σκοτεινός, σκοταδερός.

    Большой русско-греческий словарь > сумный

  • 46 сумрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. αμαυρός, μουντός, μουχρός, θαμπός• σκοτεινός•

    -ая погода μουχρός καιρός, βαριοσυννεφια-σμένος.

    2. μτφ. σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος• μελαγχολικός• θλιμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > сумрачный

  • 47 тёмный

    επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.
    1. σκοτεινός•

    -ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•

    -ая комната σκοτεινό δωμάτιο•

    -ое царство το σκοτεινό βασίλειο•

    тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.

    2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•

    -ые волосы σκούρα μαλλιά•

    -ое платье σκούρο φόρεμα.

    || βαθύχρωμος.
    3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•

    -ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.

    4. κακός, φαύλος-άσχημος•

    -ке деяния σκοτεινά έργα•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ые дела σκοτεινές υποθέσεις.

    5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•

    -ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•

    -ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.

    || παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•

    тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.

    6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.
    7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.
    εκφρ.
    - ая мука – το χοντράλευρο•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•
    - ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•
    от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•
    темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο.

    Большой русско-греческий словарь > тёмный

  • 48 тмить

    тмит
    ρ.δ.μ.
    παλ. σκοτεινιάζω,κάνω σκοτεινό.
    σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός.

    Большой русско-греческий словарь > тмить

  • 49 туманный

    επ.
    -анен, -анна, -анно.
    1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•

    -ая полоса ομιχλώδης ζώνη•

    туманный день ομιχλώδης μέρα.

    || της ομίχλης•

    туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.

    || μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•

    туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.

    2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.
    3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•

    туманный взор θαμπόβλέμμα•

    -ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.

    || συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•

    -ая голова σκοτισμένο κεφάλι.

    || λυπημένος•

    -ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > туманный

  • 50 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 51 Blind

    adj.
    P. and V. τυφλός, V. μαυρός, σκοτεινός, δερκτος, ὀμματοστερής.
    Heedless: P. and V. ἀσύνετος.
    Unreasoning: P. ἀπερίσκεπτος, ἄλογος, ἀλόγιστος; see Rash.
    Be blind to one's own interests: P. τυφλῶς ἔχειν πρὸς τὸ ὠφέλιμον (Plat., Gorg. 479B).
    Ignorant: P. and V. πειρος, μαθής.
    ——————
    subs.
    met., screen, pretext: P. and V. πρόβλημα, τό; see Pretext.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τυφλοῦν (Plat.), ἐκτυφλοῦν (Xen., also Ar.), σκοτοῦν (pass. in Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blind

  • 52 Dark

    adj.
    Of skin: P. μέλας (Dem. 537), μελάγχρως, V. ἐρεμνός, κελαινός, μελάγχιμος.
    Of colour generally: P. and V. μέλας, V. μελάγχιμος, κελαινός, ἐρεμνός.
    Grey: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.); see Black.
    Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. μαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, νήλιος, φεγγής, ναύγητος.
    In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).
    It grows dark, v.: P. συσκοτάζει.
    met., obscure, hard to understand, adj.: P. and V. σαφής, δηλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, σημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός; see Obscure, Ambiguous.
    Secret: P. and V. κρυπτός, λαθραῖος, φανής, κρυφαῖος, V. κρφιος.
    Keep in the dark, v.: P. and V. κρύπτειν (acc.), P. ἀποκρύπτεσθαι (acc.); see under Keep.
    Keep dark: P. and V. κρύπτειν, Ar. and P. ποκρύπτεσθαι (acc.).
    Of looks: see Gloomy.
    ——————
    subs.
    P. and V. σκότος, ὁ or τό; see Darkness.
    March in the dark: P. σκοταῖος προσέρχεσθαι (Xen.).
    He appeared in the dark: Ar. ἀνέφανη κνεφαῖος (Vesp. 124).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dark

  • 53 Darkness

    subs.
    P. and V. σκότος, ὁ or τό, P. τὸ σκοτεινός Ar. and V. κνέφας, τό (also Xen.), ὄρφνη, ἡ.
    Of the under-world: V. ζόφος, ὁ, Ar. and V. ἔρεβος, τό.
    Steeped in darkness, adj.: V. μελαμβθης.
    The cap of darkness: P. ἡ Ἄϊδος κυνῆ (Plat. from Homer).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Darkness

  • 54 Dim

    adj.
    P. ἀμυδρός, V. μαυρός, P. and V. σαφής.
    Dark, without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. μαυρός, κνεφαῖος, φεγγής, λυγαῖος; see Dark.
    Of colour: P. and V. μέλας, V. μελάγχιμος, κελαινός, ἐρεμνός.
    Gray: P. φαιός (Plat.).
    Of sight: V. μαυρός, ἀμβλώψ (Eur., Rhes.).
    Be dim-sighted: P. ἀμβλυώσσειν, ἀμβλὺ ὁρᾶν, V. βλέπειν βραχ (Eur., Ion, 744).
    Vague: P. and V. σαφής, δηλος, V. σημος, ἄσκοπος, ἐπάργεμος.
    Tarnished: Ar. and V. δυσπινής, V. πινώδης, P. and V. αὐχμηρός.
    ——————
    v. trans.
    V. μαυροῦν (also Xen. but rare P.), V. σκοτοῦν (pass. in Plat.), P. ἐπισκοτεῖν (dat.).
    Dimmed: V. μαυρούμενος (Æsch., Ag. 296).
    Tarnish: P. and V. μιαίνειν.
    met., sully: P. and V. αἰσχνειν, καταισχνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dim

  • 55 Dusky

    adj.
    Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. μαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, νήλιος, φεγγής, ναύγητος; see Dark.
    Of colour, black: P. and V. μέλας, V. μελάγχιμος, ἐρεμνός, κελεινός.
    Gray: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.).
    Of skin: P. μέλας (Dem. 537), μελάγχρως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dusky

  • 56 Glazed

    adj.
    Of the eyes in death: use V. σκοτεινός, μαυρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glazed

  • 57 Gloomy

    adj.
    Dark: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. μαυρός. λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, νήλιος, φεγγής, ναύγητος.
    Of colour. P. and V. μέλας, V. μελάγχιμος, κελαινός, ἐρεμνός.
    Gray: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.); see also Black.
    Deep and gloomy: V. μελαμβαθής.
    Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.
    Gloomy looks: see also Frown.
    Look gloomy, v.: Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.
    Melancholy: P. and V. θυμος (Xen.), V. δύσθυμος.
    Unfortunate: P. and V. δυστυχής, τυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος.
    Comfortless: V. τερπής, P. ἀηδής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gloomy

  • 58 Murky

    adj.
    P. and V. σκοτεινός, V. κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, μελαμβαθής. λυγαῖος, δυσαίθριος; see Dark.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murky

  • 59 Obscure

    adj.
    Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. μαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δναφώδης, νήλιος, φεγγής, ναύγητος.
    In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).
    Hard to understand: P. and V. σαφής, δηλος, ποικλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, σνετος, σημος, ἄσκοπος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. τέκμαρτος; see Unintelligible.
    Secret: P. and V. κρυπτός, λαθραῖος, φανής, κρυφαῖος, V. κρύφιος.
    An obscure rumour: V. μαυρὸς κληδών, ἡ.
    Humble (of origin, etc.): P. and V. ταπεινός, φαῦλος, V. βραχύς, βαιός, μαυρός; see Mean.
    Inglorious: P. and V. τιμος, δόκιμος, φανής, ἀκλεής, νώνυμος, P. ἄδοξος, V. δυσκλεής (also Xen.), σημος.
    ——————
    v. trans.
    Cast a shadow over: P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν (acc.), σκοτοῦν (acc.) (pass. used in Plat.).
    Cause to disappear: P. and V. φανίζειν.
    Hide: P. and V. κρύπτειν, συγκρύπτειν; see Hide.
    Make unintelligible, confuse: P. and V. συγχεῖν.
    Tarnish: P. and V. αἰσχνειν, καταισχνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obscure

  • 60 Shadowy

    adj.
    Faint, dim: P. ἀμυδρός, V. μαυρός, P. and V. σαφής.
    Empty: P. and V. κενός.
    Spectral: Ar. and P. σκιοειδής.
    Shadowy spectres: P. σκιοειδῆ φαντάσματα (Plat.).
    Dark: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης; see Dark.
    Vague, ill-defined: P. and V. σαφής, δηλος, V. σημος; see Obscure.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shadowy

См. также в других словарях:

  • σκοτεινός — dark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»