-
41 омрачённый
επ. από μτχ.1. σκοτεινός, σκοτεινιασμένος. || μτφ. συσκοτισμένος.2. περίλυπος, καταλυπημένος, καταθλιμμένος. -
42 потемнелый
επ.σκοτεινός, σκοτεινιασμένος. -
43 потемнеть
ρ.σ. κ. ως απρόσ. σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός•глаза его -ли τα μάτια του σκοτείνιασαν•
в лесу -ло στο δάσος σκοτείνιασε.
-
44 притемнять
-
45 сумный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно (διαλκ.) σκοτεινός, σκοταδερός. -
46 сумрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. αμαυρός, μουντός, μουχρός, θαμπός• σκοτεινός•-ая погода μουχρός καιρός, βαριοσυννεφια-σμένος.
2. μτφ. σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος• μελαγχολικός• θλιμμένος. -
47 тёмный
επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.1. σκοτεινός•-ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•
-ая комната σκοτεινό δωμάτιο•
-ое царство το σκοτεινό βασίλειο•
тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.
2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•-ые волосы σκούρα μαλλιά•
-ое платье σκούρο φόρεμα.
|| βαθύχρωμος.3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•-ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
4. κακός, φαύλος-άσχημος•-ке деяния σκοτεινά έργα•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ые дела σκοτεινές υποθέσεις.
5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•-ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•
-ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.
|| παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.
6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.εκφρ.- ая мука – το χοντράλευρο•- ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•- ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. -
48 тмить
-
49 туманный
επ.-анен, -анна, -анно.1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•-ая полоса ομιχλώδης ζώνη•
туманный день ομιχλώδης μέρα.
|| της ομίχλης•туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.
|| μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.
2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный взор θαμπόβλέμμα•
-ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.
|| συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•-ая голова σκοτισμένο κεφάλι.
|| λυπημένος•-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.
-
50 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
51 Blind
adj.Heedless: P. and V. ἀσύνετος.Unreasoning: P. ἀπερίσκεπτος, ἄλογος, ἀλόγιστος; see Rash.Be blind to one's own interests: P. τυφλῶς ἔχειν πρὸς τὸ ὠφέλιμον (Plat., Gorg. 479B).——————subs.——————v. trans.P. and V. τυφλοῦν (Plat.), ἐκτυφλοῦν (Xen., also Ar.), σκοτοῦν (pass. in Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blind
-
52 Dark
adj.Of skin: P. μέλας (Dem. 537), μελάγχρως, V. ἐρεμνός, κελαινός, μελάγχιμος.Grey: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.); see Black.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).It grows dark, v.: P. συσκοτάζει.met., obscure, hard to understand, adj.: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἄσημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός; see Obscure, Ambiguous.Of looks: see Gloomy.——————subs.March in the dark: P. σκοταῖος προσέρχεσθαι (Xen.).He appeared in the dark: Ar. ἀνέφανη κνεφαῖος (Vesp. 124).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dark
-
53 Darkness
subs.Of the under-world: V. ζόφος, ὁ, Ar. and V. ἔρεβος, τό.Steeped in darkness, adj.: V. μελαμβάθης.The cap of darkness: P. ἡ Ἄϊδος κυνῆ (Plat. from Homer).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Darkness
-
54 Dim
adj.Dark, without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, κνεφαῖος, ἀφεγγής, λυγαῖος; see Dark.Gray: P. φαιός (Plat.).Of sight: V. ἀμαυρός, ἀμβλώψ (Eur., Rhes.).——————v. trans.V. ἀμαυροῦν (also Xen. but rare P.), V. σκοτοῦν (pass. in Plat.), P. ἐπισκοτεῖν (dat.).Dimmed: V. μαυρούμενος (Æsch., Ag. 296).Tarnish: P. and V. μιαίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dim
-
55 Dusky
adj.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος; see Dark.Gray: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.).Of skin: P. μέλας (Dem. 537), μελάγχρως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dusky
-
56 Glazed
adj.Of the eyes in death: use V. σκοτεινός, ἀμαυρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glazed
-
57 Gloomy
adj.Dark: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός. λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δνοφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.Gray: P. φαιός (Plat.), ὄρφνινος (Plat.); see also Black.Deep and gloomy: V. μελαμβαθής.Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.Gloomy looks: see also Frown.Look gloomy, v.: Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.Comfortless: V. ἀτερπής, P. ἀηδής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gloomy
-
58 Murky
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murky
-
59 Obscure
adj.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δναφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, ποικίλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἀσύνετος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος; see Unintelligible.An obscure rumour: V. ἀμαυρὸς κληδών, ἡ.Inglorious: P. and V. ἄτιμος, ἀδόκιμος, ἀφανής, ἀκλεής, ἀνώνυμος, P. ἄδοξος, V. δυσκλεής (also Xen.), ἄσημος.——————v. trans.Cast a shadow over: P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν (acc.), σκοτοῦν (acc.) (pass. used in Plat.).Make unintelligible, confuse: P. and V. συγχεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obscure
-
60 Shadowy
adj.Empty: P. and V. κενός.Spectral: Ar. and P. σκιοειδής.Shadowy spectres: P. σκιοειδῆ φαντάσματα (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shadowy
См. также в других словарях:
σκοτεινός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)