-
21 obscure
[əb'skjuə] 1. adjective1) (not clear; difficult to see: an obscure corner of the library.) σκοτεινός,δυσδιάκριτος2) (not well-known: an obscure author.) άγνωστος,άσημος3) (difficult to understand: an obscure poem.) δυσνόητος2. verb(to make obscure: A large tree obscured the view.) κρύβω, σκιάζω, συγκαλύπτω- obscurity -
22 shadowy
1) (full of shadows: shadowy corners.) σκιερός2) (dark and indistinct: A shadowy figure went past.) σκοτεινός,θαμπός -
23 shady
1) (sheltered or giving shelter from heat or light: a shady tree; a shady corner of the garden.) σκιερός2) (dishonest: a shady business.) σκοτεινός,ύποπτος -
24 sombre
['sombə]1) (dark (and gloomy): Black is a sombre colour.) σκούρος,σκοτεινός,ζοφερός2) (grave; serious: He was in a sombre mood.) μελαγχολικός,βαρύς -
25 беспросветный
[μπισπρασβιέτνυϊ] εκ. σκοτεινός -
26 мрачный
[μράτσνυϊ] εκ σκοτεινός -
27 невыясненный
[νιβύγιασνιννυϊ] εκ. σκοτεινός αξεκαθάριστος -
28 тёмный
[τιόμνυΤ] εκ. σκοτεινός -
29 беспросветный
[μπισπρασβιέτνυϊ] επ σκοτεινός -
30 мрачный
[μράτσνυϊ] εκ σκοτεινός -
31 невыясненный
[νιβύγιασνιννυϊ] επ σκοτεινός αξεκαθάριστος -
32 тёмный
[τιόμνυΤ] επ σκοτεινός -
33 безрассветный
επ.άφωτος, αφώτιστος, σκοτεινός•безрассветный мрак σκοτάδι πηχτό, χωρίς μιά αχτίδα φωτός.
-
34 беспроглядный
επ.αδιαφανής• σκοτεινός. -
35 дремучий
επ., βρ: -муч, -а, -θ πυκνός, αδιαπέραστος, σκοτεινός•дремучий лес πυκνό δάσος.
-
36 затмить
-мишьρ.σ.μ.1. επισκοτίζω, επισκιάζω, σκεπάζω, καλύπτω•луну -ли облака το φεγγάρι το σκέπασαν τα σύννεφα.
2. μτφ. επισκιάζω, ξεπερνώ, υπερτερώ.1. σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός, επισκιάζομαι•солнце -лось ο ήλιος σκοτείνιασε.
2. μτφ. επισκιάζομαι, υστερώ, υπολείπομαι.3. παλ. πάσχω από διαλείψεις, σκοτοδίνη. -
37 камера
-ы θ.1. δωμάτιο, θάλαμος ειδικός• κάμαρα•тюремная камера κελί φυλακής•
одиночная камера απομονωτήριο φυλακής•
дезинфекционная απολυμαντήριο•
камера хранения багажа, αποθήκη αποσκευών σιδηρ. σταθμού.
2. αεροθάλαμος, σαμπρέλα. || (τεχ.) θάλαμος.3. (φωτογρ.) σκοτεινός θάλαμος. -
38 катакомба
-ы, γεν. πλθ. -омб.1. κατακόμβη.2. υπόγειος, σκοτεινός και περίπλοκος χώρος. -
39 мрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. σκοτεινός, σκοταδερός•-ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).
|| δύσκολος, βαρύς•-ые годы δύσκολα χρόνια.
2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.
3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•-ые мысли μαύρες σκέψεις•
-ое прошлое μαύρο παρελθόν•
-ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.
-
40 невыясненный
επ.αδιευκρίνητος, αδιασαφήνιστός σκοτεινός•-ые вопросы αδιευκρίνητα ζητήματα.
См. также в других словарях:
σκοτεινός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)