-
61 улечься
улечься ξαπλώνω, πλαγιάζω; \улечься в постель πέφτω στο κρεβάτι* * *ξαπλώνω, πλαγιάζωуле́чься в посте́ль — πέφτω στο κρεβάτι
-
62 выпадать
выпадатьнесов1. (вываливаться) πέφτω, πίπτω/ ξεφεύγω, διαφεύγω, (ξε)γλι-στρῶ (выскальзывать)·2. (об осадках) πέφτω, πίπτω:3. (доставаться) τυχαίνω, λαχαίνω, λαγχάνω:\выпадать на долю λαχαίνω, εἶναι τῆς τύχης μου· ему выпало счастье είχε τήν εὐτυχία· мне выпал жребий μοῦ ἔλαχε ὁ κλήρος. -
63 грохнуться
грохнуть||сяразг πέφτω μέ γδοῦπο, πέφτω μέ κρότον, γκρεμίζομαι:\грохнутьсяся с лестницы γκρεμίζομαι ἀπό τή σκάλα. -
64 замертво
замертвонареч:упасть \замертво πέφτω ἀναίσθητος, πέφτω ξερός. -
65 зарываться
зарываться Iнесов χώνομαι, πέφτω μέ τά μοῦτρα:\зарываться в книги πέφτω μέ τά μοῦ-τρα στό διάβασμαзарываться IIнесов ξεπερνάω τά ὀρια, τό παρακάνω, ἐκτραχηλίζομαι. -
66 мель
мел||ьж ἡ ξέρα, ἡ σύρτις:сесть на \мель прям., перен πέφτω ἔξω, πέφτω σέ ξέρα, ἐξοκέλλω· посадить су́дно на \мель ρίχνω πλοίο στή στεριά· оказаться на \мельй μένω ἀπένταρος. -
67 напарываться
напарыватьсянесов1. πέφτω πάνω, προσκρούω·2. (встречать неожиданно):\напарываться на засаду πέφτω στήν ἐνέδρα -
68 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
69 опадать
опада́||тьнесов1. (осыпаться) πέφτω, πίπτω:листья \опадатьют πέφτουν τά φύλλα·2. (уменьшаться) ἐλαττώνομαι, πέφτω / ξεπρήζομαι (об опухшей конечности):опухоль \опадатьет τό πρήξιμο πέφτει. -
70 опускаться
опускать||ся1. κατεβαίνω, πέφτω (о тумане, занавесе и т. п.)/ χαμηλώνω (άμετ.) (о голове)/ καθιζάνω (о почве)/ βυθίζομαι (в кресло)/ κάθομαι (о птице,) бабочке и т. п.):\опускатьсяся на колени γόνατίζω, γονοπετώ·2. (понижаться, спускаться) κατεβαίνω·3. перен ξεπέφτω, πέφτω ἡθικά· ◊ ру́ки у меня опускаются μοῦ παράλυσαν τά χέρια, ἔχασα τό κουράγιο μου. -
71 осыпаться
осыпатьсянесов, осыпаться сов πέφτω, γκρεμίζομαι (о земле, камнях и т. п.) /ξεκολλάω (о штукатурке)/ πέφτω, πίπτω (о плодах)/ φυλλ,ορροώ (о листьях, цветах). -
72 плашмя
плашмянареч:упасть \плашмя πέφτω ἀνάσκελα (на спину), πέφτω μπρούμητα (на грудь)· ударить саблей \плашмя κτυπώ μέ τό πλατύ τοῦ σπαθιοῦ. -
73 полымя
полымяс:пометь из огня да в \полымя погов. πέφτω ἀπό τό κακό στό χειρότερο, πέφτω ἀπό τή Σκύλλα στή Χάρυβδη. -
74 попадаться
попада||ться1. πιάνομαι, πέφτω:\попадатьсяться в лову́шку πέφτω σέ παγίδα· \попадатьсяться с поличным πιάνομαι ἐπ· αὐ-τοφόρω· \попадатьсяться на у́дочку πιάνομαι στά δίχτυα·2. (встречаться) ἀνταμώνω:он мне не \попадатьсялся δέν Ετυχε νά τόν ἀνταμώσω· не \попадатьсяйся мне больше На глаза νά μή σέ ξαναϊδοῦν τά μάτια μου. -
75 посыпаться
посыпа||тьсясов (начать сыпаться) πέφτω (тж. перен):ли́стья \посыпатьсялись τά φύλλα ἐπεσαν \посыпаться дождем πέφτω (σαν) βροχή· \посыпатьсялись удары τά κτυπήματα Επεφταν βροχή. -
76 припадать
припадатьнесов1. (к чему-л., к кому-л.) πέφτω, πίπτω (σέ κάτι, σέ κάποιον), σφίγγομαι:\припадать к чьйм-л. ногам πέφτω στά πόδια κάποιου· \припадать к руке σφίγγομαι πάνω στό χέρί2. (прихрамывать):\припадать на правую (левую) но́гу κουτσαίνω στό δεξί (στ' ἀριστερό) πόδι. -
77 проваливать
проваливатьнесов разг χαντακώνω/ ἀπορρίπτω (на экзамене)· ◊ проваливай! ϋδειασέ μου τή γωνιά!, δίνε του!, στρίβε! \проваливаться1. (чадать, обрушиваться) καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι, πέφτω:крыша проваливается ἡ σκεπή πέφτει· \проваливаться в яму πέφτω στό λάκκο·2. черен, разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω:\проваливаться на экзамене ἀπέτυχε στίς ἐξετάσεις. -
78 сваливаться
сваливаться Iнесов1. (упасть от-куда-л.) πέφτω, (κατα)πίπτω·2. (обрушиваться на землю) γκρεμίζομαι, πέφτω.сваливаться IIнесов (о шерсти и т. п.) λειώνω, ξεφτίζω. -
79 сеть
сет||ьж в рази. знач. τό δίχτυ, τό δίκτυον:рыболовная \сеть τό δίχτυ γιά ψάρεμα, τά δίχτυα τοῦ ψαρᾶ· \сеть для ло́вли птиц τό κυνηγετικό δίχτυ· железнодорожная \сеть τό δίχτυ τῶν σιδηροδρομικών γραμμῶν телефонная \сеть τό τηλεφωνικό δίκτυο· торговая \сеть τό δίκτυον ἐμπορικών καταστημάτων \сеть партийного просвещения τό σύστημα τής κομματικής μόρφωσης· расставить \сетьи прям., перен ἀπλώνω τά δίχτυα, στήνϊο παγίδες· попасть в \сетьи прям., перен πέφτω στά δίχτυα, πέφτω στήν παγίδα -
80 угодить
угод||и́тьсов1. см. угождать· на всех не \угодитьи́шь разг εἶναι δύσκολον νά εὐχαριστήσεις ὅλους·2. (очутиться) разг πέφτω:\угодитьи́ть в яму πέφτω στό λάκκο·3. (попасть в кого-л., во что-л.) разг πετυχαίνω:пуля \угодитьи́ла ему́ в плечо́ ἡ σφαίρα τόν πέτυχε στον ὠμο.
См. также в других словарях:
πέφτω — πέφτω, έπεσα, πεσμένος βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: πέφτω : από το αρχαίο ρ. πίπτω έχει επιβιώσει η μτχ. αορίστου πεσόντες (για νεκρούς σε πεδίο μάχης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον … Dictionary of Greek
καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek