Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

1)+πέφτω

  • 1 отпадать

    πέφτω
    ^обвинение - ло η κατηγορία καταρρίφθηκε.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпадать

  • 2 спадать

    πέφτω, κατεβαίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спадать

  • 3 tomber

    πέφτω

    Dictionnaire Français-Grec > tomber

  • 4 klesat

    πέφτω

    Česká-řecký slovník > klesat

  • 5 padat

    πέφτω

    Česká-řecký slovník > padat

  • 6 připadnout

    πέφτω

    Česká-řecký slovník > připadnout

  • 7 sklesnout

    πέφτω

    Česká-řecký slovník > sklesnout

  • 8 spadnout

    πέφτω

    Česká-řecký slovník > spadnout

  • 9 opadać

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > opadać

  • 10 paść

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > paść

  • 11 przypadać

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > przypadać

  • 12 runąć

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > runąć

  • 13 spadać

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > spadać

  • 14 upadać

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > upadać

  • 15 upaść

    πέφτω

    Słownik polsko-grecki > upaść

  • 16 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 17 падать

    пада||ть
    несов
    1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):
    \падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·
    2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:
    ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν
    3. (приходиться) πέφτω:
    все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·
    4. (выпадать) πέφτω:
    волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·
    5. (понижаться) πέφτω:
    температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν
    6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > падать

  • 18 впасть

    впаду, впадёшь, παρλθ. χρ. впал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. впавший ρ,σ.
    1. εισέχω, σχηματίζω εισοχή• κοιλαίνω.
    2. πέφτω, περιπέφτω• περιέρχομαι•

    впасть в отчаяние πέφτω σε απελπισία, με πιάνει απελπισία•

    впасть в бедность πέφτω σε φτώχεια, φτωχεύω•

    впасть в ошибку πέφτω σε λάθος.

    εκφρ.
    впасть в немилость – πέφτω σε δυσμένεια•
    впасть в противоречие – πέφτω σε αντίφαση, αντιφάσκω.

    Большой русско-греческий словарь > впасть

  • 19 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 20 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

См. также в других словарях:

  • πέφτω — πέφτω, έπεσα, πεσμένος βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: πέφτω : από το αρχαίο ρ. πίπτω έχει επιβιώσει η μτχ. αορίστου πεσόντες (για νεκρούς σε πεδίο μάχης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

  • κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»