-
101 сверзиться
-ржусь, -рзишьсяρ.σ. (απλ.) πέφτω απο•сверзиться с лошади πέφτω από το άλογο.
-
102 слечь
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι.2. (για δημητριακά, χόρτα) πέφτω καταγής. -
103 сойти
сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•
сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.
2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.3. βγαίνω, εξέρχομαι•сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.
4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•
сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•
поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•
шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.
5. λιώνω•снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•
краска сойтишла η μπογιά βγήκε•
ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).
|| (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.
|| περνώ, γίνομαι δεκτός•надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.
|| απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.εκφρ.сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.4. ταιριάζω• συμπίπτω•сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•
не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•
показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•
наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.
5. συμφωνώ•сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.
6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.
-
104 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
105 ссыпать
ссыпать 1-плю, -плешь, προστκ. ссыпьρ.σ.μ.αδειάζω, ρίχνω, χύνω (για κοκκιώδη σώματα); ссыпать зерно в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι. || (για κοκκιώδη σώματα) πέφτω.χύνομαι, πέφτω•песок -лся в яму ο άμμος έπεσε στο λάκκο.
ρ.δ.βλ. ссыпать(ся). -
106 тарарахнуть
ρ.σ.1. βροντώ•-ул гром μπουμπούνισε•
-ла пушка βρόντησε το κανόνι.
2. μ. χτυπώ δυνατά• πυροβολώ.χτυπώ δυνατά•тарарахнуть о дерево χτυπώ δυνατά στο δέντρο.
|| πέφτω μέσα•тарарахнуть в яму πέφτω στο λάκκο.
-
107 ухнуть
-ну, -нешьρ.σ.1. φωνάζω ωχ (από πόνο, κούραση κ.τ.τ. ή και σαν παροτρυντικό) φωνάζω ομαδικά. || (για γλαυκιδή) κουκου-βαΐζω.2. ηχώ δυνατά, κροτώ, βροντώ. || χτυπώ με δυνατό κρότο.3. (απλ.) πέφτω, γκρεμίζομαι. || μτφ. χάνομαι ξαφνικά, εξαφανίζομαι.4. μ. (απλ.) χάνω, μου ξεφεύγει, μου πέφτει, αφήνω να μου πέσει. || μτφ. ξοδεύω, χαλνώ, βτζαταλίύ.πέφτω με κρότο, γκρεμίζομαι» -
108 шваркнуть
ρ.σ. (απλ.).1. ρίχνω, πετώ με δύμη εκσφενδονίζω• εξακοντίζω.2. καταφέρω χτύπημα, κόλαφο• ραπίζω.3. καταβρέχω.1. πέφτω, καταπίπτω•шваркнуть в грязь πέφτω στη λάσπη.
2. χτυπώ, προσκρούω•шваркнуть об стену, об угол χτυπώ στον τοίχο, στη γωνία.
-
109 выпадать
1. (об атмосферных осадках) πέφτω, πίπτω 2. (осаждаться) κατακρη-μνίζομαι, κατακαθίζω, κατακάθο(υ)μαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпадать
-
110 замирать
1. (о радиосигнале) διαλείπω, σβήνω 2. (ο колебаниях, звуке и т.п.) πέφτω, παύω, σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирать
-
111 западать
(входить) πέφτω στον/στην - в память μένω στη μνήμη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > западать
-
112 затухать
1. (ослабляться) εξασθενώ, εξασθενίζω 2. (гаситься) σβήνω 3. (замирать, спадать) νεκρώνω, πέφτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затухать
-
113 оползать
(осесть, сползти) ολισθαίνω, πέφτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оползать
-
114 парашют
το αλεξίπτωτοтормозной ав. - πέδησης/ανάσχεσης/επιβρά-δυνσηςхвостовой - ав. ουραίο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парашют
-
115 садиться
1. (на транспортное средство) επιβιβάζομαι 2. (об аккумуляторе) πέφτω, κάθομαι 3. (ο самолёте) προσγειώνομαι 4. (напр. на стул) κάθομαι 5. (о ткани) μαζεύω, μπαίνω (για υφάσματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > садиться
-
116 сваливаться
(падать) πέφτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сваливаться
-
117 убывание
η μείωση, η ελάττωση-ть μειώνομαι, λιγοστεύωπέφτω, ελαττώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > убывание
-
118 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
119 понизить
-
120 понизиться
χαμηλώνω, κατεβαίνω; μειώνω ( уменьшиться); πέφτω ( упасть)
См. также в других словарях:
πέφτω — πέφτω, έπεσα, πεσμένος βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: πέφτω : από το αρχαίο ρ. πίπτω έχει επιβιώσει η μτχ. αορίστου πεσόντες (για νεκρούς σε πεδίο μάχης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον … Dictionary of Greek
καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek