Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

1)+η+σπορά+2)

  • 41 недосев

    α.
    σπορά ελλειπής ή ανεπαρκής.

    Большой русско-греческий словарь > недосев

  • 42 обсев

    α.
    1. σπορά, σπάρσιμο•

    обсев полей σπάρσιμο των χωραφιών.

    2. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού.

    Большой русско-греческий словарь > обсев

  • 43 обсевок

    -вка α. (διαλκ.).
    1. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού.
    2. πλθ. -и υπόλειμμα σπόρου απ ο τη σπορά.
    εκφρ.
    (не) обсевок в поле – (δεν) είμαι χειρότερος από τους άλλους ή τυχαίος.

    Большой русско-греческий словарь > обсевок

  • 44 обсеменение

    ουδ.
    1. σπορά, σπάρσιμο.
    2. σποριασμα.

    Большой русско-греческий словарь > обсеменение

  • 45 озимь

    -и, πλθ. -и, -ей θ. φθινοπωριάτικη σπορά δημητριακών. || χωράφι φθινοπωρ ιάτ ικης σποράς.

    Большой русско-греческий словарь > озимь

  • 46 отродье

    ουδ.
    1. γένος, γενιά• φυλή• το σόι
    υβρ. σπορά, φύτρα.
    2. (για ζώα) ράτσα.

    Большой русско-греческий словарь > отродье

  • 47 отсеять

    -сю, -сешь ρ.σ.μ.
    1. κοσκινίζω•

    отсеять сор κοσκινίζω τα σκύβαλα.

    2. μτφ. εκκαθαρίζω, περνώ από το κόσκινο• διώχνω, σκορπίζω.
    3. αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο.
    1. κοσκινίζομαι•

    отруби -лись τα πίτυρα κοσκινίστηκαν.

    2. μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω•

    часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχολείο.

    3. τελειώνω τη σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > отсеять

  • 48 перекрёстный

    επ.
    1. παλ. σταυρωτός, διασταυρωνόμενος•

    -ая дорога οδική διασταύρωση, σταυροδρόμι.

    2. διασταυρωνόμενος•

    перекрёстный огонь διασταυρωνόμενα πυρά.

    εκφρ.
    - ое опылениеβοτ. γονιμοποίηση με διασταύρωση•
    перекрёстный допрос – (νομ.)αντιπαράσταση•
    перекрёстный посев – γραμμική σταυρωτή σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > перекрёстный

  • 49 племя

    племени, πλθ. племена
    -мн, -менам ουδ.
    1. η φυλή•

    кочевые -на νομαδικές φυλές•

    первобытные -на πρωτόγονες φυλές.

    2. παλ. λαός, λαότητα.
    3. παλ. γένος• σόι•

    дворянское племя γένος των ευγενών.

    4. γενεά, γενιά.
    5. ομάδα, παρέ• γένος, φυλή, σπορά.
    εκφρ.
    на племя – για ράτσα, για αναπαραγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > племя

  • 50 подзимный

    επ.
    προχειμωνιάτικος, -μερινός, -μώνιος•

    подзимный сев η φθινοπωρινή σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > подзимный

  • 51 подсев

    -а σπορά συμπληρωματική ή μεταξύ. δημητριακών.

    Большой русско-греческий словарь > подсев

  • 52 присев

    α.
    σπορά συμπληρωματική.

    Большой русско-греческий словарь > присев

  • 53 прорастить

    ρ.σ.μ. κάνω να βγάλει φύτρες•

    -горох перед посадкой μουσκεύω τα μπιζέλια να βγάλουν φύτρες πριν τη σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > прорастить

  • 54 протрава

    θ.
    χάραξη με οξύ• έγκαυση. || στύψη (ενέργεια). || απολύμανση (σπόρων πριν τη σπορά). || στύψη, στυπτηρία (ουσία)..
    οξύ (χρησιμοποιούμενο στη χαρακτική).

    Большой русско-греческий словарь > протрава

  • 55 разработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω•

    разработать гранит на колонны, на плиты επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες.

    || καλλιεργώ τη γη (για σπορά). || μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ• δουλεύω•

    голос певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε.

    2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, εκπονώ. || τελ,ειοποιώ.
    3. εξορύσσω ολοκληρωτικά• εξαντλώ•

    рудник полностью разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > разработать

  • 56 ранний

    -яя, -ее, επ.
    1. πρώιμος•

    -ял весна πρώιμη άνοιξη•

    ранний сев πρώιμη σπορά•

    ранний плод πρώιμος καρπός.

    || πρόωρος•

    -яя смерть πρόωρος θάνατος•

    -ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.

    2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•

    я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•

    в ранний час πολύ πρωί.

    || πρώτος, αρχικός•

    -ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•

    с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.

    || μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•

    -ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.

    Большой русско-греческий словарь > ранний

  • 57 рассев

    α. (δια)σπορά, (δια)σκόρπισμα.

    Большой русско-греческий словарь > рассев

  • 58 рассеивание

    ουδ.
    1. σπορά, σπάρσιμοδιασπορά.
    2. σκόρπισμα, διάχυση. || διάλυστδιασκόρπισμα.
    3. αποβολή, διώξιμο (στενοχίριας, θλίψης κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > рассеивание

  • 59 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

  • 60 рядовой

    επ.
    1. απλός•

    рядовой коммунист απλός κομμουνιστής (όχι στέλεχος)•

    рядовой колхозник απλός κολχόζνικος•

    рядовой боец απλός μαχητής•

    состав υπαξιωματικοί και στρατιώτες.

    || συνηθισμένος•

    рядовой случай συνηθισμένη περίπτωση• -όθ•

    происшествие συνηθισμένο γεγονός (συμβάν).

    2. ουσ. στρατιώτης.
    3. (γεωπ.) γραμμικός•

    рядовой посев γραμμική σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > рядовой

См. также в других словарях:

  • σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»