-
41 недосев
-а α.σπορά ελλειπής ή ανεπαρκής. -
42 обсев
-а α.1. σπορά, σπάρσιμο•обсев полей σπάρσιμο των χωραφιών.
2. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού. -
43 обсевок
-вка α. (διαλκ.).1. άσπαρτο μικρό μέρος χωραφιού.2. πλθ. -и υπόλειμμα σπόρου απ ο τη σπορά.εκφρ.(не) обсевок в поле – (δεν) είμαι χειρότερος από τους άλλους ή τυχαίος. -
44 обсеменение
-я ουδ.1. σπορά, σπάρσιμο.2. σποριασμα. -
45 озимь
-и, πλθ. -и, -ей θ. φθινοπωριάτικη σπορά δημητριακών. || χωράφι φθινοπωρ ιάτ ικης σποράς. -
46 отродье
-я ουδ.1. γένος, γενιά• φυλή• το σόιυβρ. σπορά, φύτρα.2. (για ζώα) ράτσα. -
47 отсеять
-сю, -сешь ρ.σ.μ.1. κοσκινίζω•отсеять сор κοσκινίζω τα σκύβαλα.
2. μτφ. εκκαθαρίζω, περνώ από το κόσκινο• διώχνω, σκορπίζω.3. αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο.1. κοσκινίζομαι•отруби -лись τα πίτυρα κοσκινίστηκαν.
2. μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω•часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχολείο.
3. τελειώνω τη σπορά. -
48 перекрёстный
επ.1. παλ. σταυρωτός, διασταυρωνόμενος•-ая дорога οδική διασταύρωση, σταυροδρόμι.
2. διασταυρωνόμενος•перекрёстный огонь διασταυρωνόμενα πυρά.
εκφρ.- ое опыление – βοτ. γονιμοποίηση με διασταύρωση•перекрёстный допрос – (νομ.)αντιπαράσταση•перекрёстный посев – γραμμική σταυρωτή σπορά. -
49 племя
племени, πλθ. племена-мн, -менам ουδ.1. η φυλή•кочевые -на νομαδικές φυλές•
первобытные -на πρωτόγονες φυλές.
2. παλ. λαός, λαότητα.3. παλ. γένος• σόι•дворянское племя γένος των ευγενών.
4. γενεά, γενιά.5. ομάδα, παρέ• γένος, φυλή, σπορά.εκφρ.на племя – για ράτσα, για αναπαραγωγή. -
50 подзимный
επ.προχειμωνιάτικος, -μερινός, -μώνιος•подзимный сев η φθινοπωρινή σπορά.
-
51 подсев
-а σπορά συμπληρωματική ή μεταξύ. δημητριακών. -
52 присев
-а α.σπορά συμπληρωματική. -
53 прорастить
ρ.σ.μ. κάνω να βγάλει φύτρες•-горох перед посадкой μουσκεύω τα μπιζέλια να βγάλουν φύτρες πριν τη σπορά.
-
54 протрава
-ы θ.χάραξη με οξύ• έγκαυση. || στύψη (ενέργεια). || απολύμανση (σπόρων πριν τη σπορά). || στύψη, στυπτηρία (ουσία)..οξύ (χρησιμοποιούμενο στη χαρακτική). -
55 разработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω•разработать гранит на колонны, на плиты επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες.
|| καλλιεργώ τη γη (για σπορά). || μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ• δουλεύω•голос певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε.
2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, εκπονώ. || τελ,ειοποιώ.3. εξορύσσω ολοκληρωτικά• εξαντλώ•рудник полностью разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως.
-
56 ранний
-яя, -ее, επ.1. πρώιμος•-ял весна πρώιμη άνοιξη•
ранний сев πρώιμη σπορά•
ранний плод πρώιμος καρπός.
|| πρόωρος•-яя смерть πρόωρος θάνατος•
-ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.
2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•
в ранний час πολύ πρωί.
|| πρώτος, αρχικός•-ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•
с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.
|| μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•-ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.
-
57 рассев
-а α. (δια)σπορά, (δια)σκόρπισμα. -
58 рассеивание
-я ουδ.1. σπορά, σπάρσιμοδιασπορά.2. σκόρπισμα, διάχυση. || διάλυστδιασκόρπισμα.3. αποβολή, διώξιμο (στενοχίριας, θλίψης κ.τ.τ.). -
59 растянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τεντώνω•растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•
растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•
растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.
|| ανοίγω•растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.
|| χαλαρώνω την ελαστικότητα•растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).
|| υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•
растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.
2. απλώνω•растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•
растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.
3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•
растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).
(για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαιβλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.
4. διαρκώ, συνεχίζομαι•свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),
-
60 рядовой
επ.1. απλός•рядовой коммунист απλός κομμουνιστής (όχι στέλεχος)•
рядовой колхозник απλός κολχόζνικος•
рядовой боец απλός μαχητής•
состав υπαξιωματικοί και στρατιώτες.
|| συνηθισμένος•рядовой случай συνηθισμένη περίπτωση• -όθ•
происшествие συνηθισμένο γεγονός (συμβάν).
2. ουσ. στρατιώτης.3. (γεωπ.) γραμμικός•рядовой посев γραμμική σπορά.
См. также в других словарях:
σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)