-
21 посадочный
посадочн||ыйприл1. с.-х. φυτεύσιμος κατάλληλος γιά φύτευση, γιά σπορά:\посадочный·βί машина ἡ σπαρτική μηχανή·2. ἀβ. τή< προσγειώσεως, τής προσγείωσης:\посадочныйая площадка τό πεδίον προσγειώσεως. -
22 посев
посевм 1, (действие) ἡ σπορά, τό σπάρσιμο:зерно́ для \посева ὁ σπόρος·2. (то, что посеяно) τά σπαρτά, τά γεννήματα:озимые \посевы οἱ χειμερινές (πρώιμες) καλλιέργειες. -
23 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
24 себялюбие
себялюбиес ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἐγωπάθεια сев м ἡ σπορά. -
25 сев
[σιέφ] ουσ. α σπορά -
26 сев
[σιέφ] ουσ α σπορά -
27 бороздовой
επ.αυλακωτός, κατ’ αυλάκια•бороздовой посев η γραμμική (κατά γραμμές) σπορά.
-
28 весенний
-яя, -ее, επ.ανοιξιάτικος, εαρινός•-ие дни ανοιξιάτικες μέρες•
весенний сев ανοιξιάτικη σπορά.
-
29 высев
-а α.1. σπορά, σπάρσιμο.2. το ποσό του σπόρου. -
30 высевание
-я ουδ.σπορά, σπάρσιμο. -
31 высевка
-и θ. (απλ.) σπορά, σπάρσιμο. -
32 гнездовой
επ.κατά φωλιές•гнездовой посев σπορά κατά φωλιές.
-
33 годный
επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•
вода -ая для питья νερό πόσιμο•
годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•
ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.
-
34 досеять
-сего, -сеешь ρ.σ.μ.1. αποσπέρνω, τελειώνω τη σπορά.2. αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα. -
35 засев
-а α.σπορά, σπάραιμο. -
36 засевание
-я ουδ.σπορά, σπάρσιμο. -
37 засеивание
-я ουδ.σπορά, σπάραιμο διασπορά. -
38 квадратно-гнездовой
επ. квадратно-гнездовой посев σπορά κατά τετράγωνα•-ая посадка φύτευμα κατά τετράγωνα.
-
39 крапивный
επ.της τσουκνίδας• τσουκνίδι-νος•-ые щи τσουκνιδόσουπα.
ουσ. πλθ. -ые τα κνιδοειδή.εκφρ.- ая лихорадка – παλ. κνίδωση (νόσος)•- ое семя – παλ. υβρισ. των γραφειοκρατών, δωροληπτών σπορά του διαβόλου σκυλολόν, φαγάδες. -
40 мешанка
-и θ.1. (διαλκ.) είδος ανακατεμένης νομής.2. σπορά μικτή.
См. также в других словарях:
σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)