-
61 дегустировать
δοκιμάζω (στη γεύση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дегустировать
-
62 испытывать
δοκιμάζω, εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытывать
-
63 опробовать
δοκιμάζω κατά τη λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опробовать
-
64 примерить
δοκιμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примерить
-
65 прорепетировать
δοκιμάζω, κάνω δοκιμή/πρόβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорепетировать
-
66 δεδοκιμακέναι
δοκιμάζωassay: perf inf act -
67 δεδοκιμακότες
δοκιμάζωassay: perf part act masc nom /voc pl -
68 δεδοκιμασμέναις
δοκιμάζωassay: perf part mp fem dat pl -
69 δεδοκιμασμένην
δοκιμάζωassay: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
70 δεδοκιμασμένης
δοκιμάζωassay: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
71 δεδοκιμασμένοι
δοκιμάζωassay: perf part mp masc nom /voc pl -
72 δεδοκιμασμένοις
δοκιμάζωassay: perf part mp masc /neut dat pl -
73 δεδοκιμασμένος
δοκιμάζωassay: perf part mp masc nom sg -
74 δεδοκιμασμένου
δοκιμάζωassay: perf part mp masc /neut gen sg -
75 δεδοκιμασμένους
δοκιμάζωassay: perf part mp masc acc pl -
76 δεδοκιμασμένως
δοκιμάζωassay: perf part mp masc acc pl (doric) -
77 δεδοκιμάκει
δοκιμάζωassay: plup ind act 3rd sg (attic epic) -
78 δεδοκιμάσθαι
δοκιμάζωassay: perf inf mp -
79 δεδοκιμάσθω
δοκιμάζωassay: perf imperat mp 3rd sg -
80 δεδοκίμακας
δοκιμάζωassay: perf ind act 2nd sg
См. также в других словарях:
δοκιμάζω — assay pres subj act 1st sg δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζω — δοκιμάζω, δοκίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
δοκιμάζω — δοκίμασα, δοκιμάστηκα, δοκιμασμένος 1. ελέγχω την ποιότητα: Δοκίμασε το ρούχο πριν το αγοράσεις. 2. προσπαθώ, επιχειρώ: Δοκίμασε να κάνεις δίαιτα. 3. υφίσταμαι, υποφέρω: Δοκιμάστηκε πολύ στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδοκιμασμένα — δοκιμάζω assay perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζεσθε — δοκιμάζω assay pres imperat mp 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζετε — δοκιμάζω assay pres imperat act 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind act 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζῃ — δοκιμάζω assay pres subj mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσει — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd sg (epic) δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσουσιν — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd pl (epic) δοκιμάζω assay fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσω — δοκιμάζω assay aor subj act 1st sg δοκιμάζω assay fut ind act 1st sg δοκιμάζω assay aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)