-
1 опрессовывать
δοκιμάζω υπό πίεση, δοκιμάζω τη στεγανότητα διά της πίεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опрессовывать
-
2 дегустировать
δοκιμάζω (στη γεύση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дегустировать
-
3 испытывать
δοκιμάζω, εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытывать
-
4 опробовать
δοκιμάζω κατά τη λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опробовать
-
5 примерить
δοκιμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примерить
-
6 прорепетировать
δοκιμάζω, κάνω δοκιμή/πρόβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорепетировать
-
7 denemek
δοκιμάζω, εξετάζω, προβάρω -
8 tatmak
δοκιμάζω, γεύομαι, παθαίνω -
9 assay
δοκιμάζω -
10 испытывать
испытыватьнесов1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:\испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:\испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση. -
11 испытать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.1. δοκιμάζω•-новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•
испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•
испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.
2. αισθάνομαι, νοιώθω•испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•
испытать голод νοιώθω πείνα.
3. υποφέρω, περνώ•испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.
-
12 пробовать
-бут, -буешьρ.δ.1. δοκιμάζω•пробовать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.
|| γεύομαι•пробовать вино, кушанье δοκιμάζω το κρασί, το φαγητό.
2. αποπειρώμαι, επιχειρώ•пробовать писать стихи δοκιμάζω να γράψω ποιήματα.
δοκιμάζω. -
13 испытать
испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση* * *= испытывать1) δοκιμάζω ( испробовать) εξετάζω ( проверить)испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου
2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
-
14 пробовать
пробоватьнесов1. (на вкус) δοκιμάζω, γεύομαι·2. (испытывать) δοκιμάζω, προβάρω:\пробовать свой силы δοκιμάζω τάς δυνάμεις μου·3. (пытаться) δοκιμάζω, ἐπιχειρώ, ἀποπειρώμαι, προσπαθώ:\пробовать что́-л. делать ἐπιχειρώ νά κάνω κάτι. -
15 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
16 отведать
отведатьсов, отведывать несов1. (попробовать) δοκιμάζω, γεύομαι:\отведать пирога δοκιμάζω τήν πήττα·2. перен (испытать) δοκιμάζω. -
17 попытать
ρ.σ.μ.1. (απλ.) μαθαίνω, γνωρίζω.2. δοκιμάζω•попытать силу мой δοκιμάζω τη δύναμη μου.
3. βασανίζω.εκφρ.попытать счастья – δοκιμάζω την ευτυχία (επιχειρώ κάτι για να ευτυχήσω).βλ. пытаться. -
18 отрабатывать
1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκρισηсхема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать
-
19 пробовать
1. (испытывать) δοκιμάζω, ελέγχω 2. (пытаться) δοκιμάζω, προσπαθώ, αποπειρώμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробовать
-
20 мерить
мерить 1) (измерять) μετρώ; \мерить температуру θερμομετρώ 2) (примерять) δοκιμάζω, προβάρω* * *1) ( измерять) μετρώме́рить температу́ру — θερμομετρώ
2) ( примерять) δοκιμάζω, προβάρω
См. также в других словарях:
δοκιμάζω — assay pres subj act 1st sg δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζω — δοκιμάζω, δοκίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
δοκιμάζω — δοκίμασα, δοκιμάστηκα, δοκιμασμένος 1. ελέγχω την ποιότητα: Δοκίμασε το ρούχο πριν το αγοράσεις. 2. προσπαθώ, επιχειρώ: Δοκίμασε να κάνεις δίαιτα. 3. υφίσταμαι, υποφέρω: Δοκιμάστηκε πολύ στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδοκιμασμένα — δοκιμάζω assay perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζεσθε — δοκιμάζω assay pres imperat mp 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζετε — δοκιμάζω assay pres imperat act 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind act 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζῃ — δοκιμάζω assay pres subj mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσει — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd sg (epic) δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσουσιν — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd pl (epic) δοκιμάζω assay fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσω — δοκιμάζω assay aor subj act 1st sg δοκιμάζω assay fut ind act 1st sg δοκιμάζω assay aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)