Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ἔργον

  • 1 Work

    subs.
    P. and V. ἔργον, τό.
    Toil, labour: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. μοχθήματα, τά, ἆθλος, ὁ, κματος, ὁ.
    Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.
    Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.
    Duty, function: P. and V. ἔργον, τό; see Duty.
    Handicraft: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.
    Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.
    Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.
    Book: P. and V. βίβλος, ἡ.
    Set to work: see under Set.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    Military works, earthwork: P. and V. ἔρυμα, τό; see Defences (Defence).
    Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.
    Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).
    Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).
    Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).
    Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.
    Make by work: P. and V. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, ἐκπονεῖν, V. ἐκμοχθεῖν, Ar. and P. περγάζεσθαι.
    Cause, bring about: P. and V. μηχανᾶσθαι, ποιεῖν, P. ἀπεργάζεσθαι, V. τεύχειν; see Contrive.
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), V. φυτεύειν, φιτειν; see Produce.
    Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.
    He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).
    V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).
    Be an artisan: P. δημιουργεῖν.
    Avail, do good: P. and V. ὠφελεῖν; see Avail.
    Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).
    Work for ( on behalf of): V. περκάμνειν (gen.), προκάμνειν (gen.), περπονεῖσθαι (gen.).
    Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.
    Work one's way: see Advance.
    Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.).
    Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.
    Work round: see come round.
    Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).
    Work up: Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc.), ἐκπονεῖν (acc.).
    Work upon, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.); see Influence.
    He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).
    Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work

  • 2 Business

    subs.
    Affair, work: P. and V. πρᾶγμα, τό, ἔργον, τό, πρᾶξις, ἡ, Ar. and V. πρᾶγος, τό, V. ἔργμα, τό.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.
    Handicraft: Ar. and P. χειρουργία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ, P. and V. τέχνη, ἡ.
    Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.
    Do business, v.: Ar. and P. χρηματίζειν.
    Business dealings: P. συμβόλαια, τά.
    Do business with, v.: P. συμβάλλειν (dat., or πρός, acc.); see have dealings with, under Dealings.
    The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).
    There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).
    Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.
    Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.
    Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).
    Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.
    None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business

  • 3 Duty

    subs.
    What is fitting: P. and V. τὸ πρέπον, τὸ προσῆκον.
    What is necessary: P. and V. τὰ δέοντα.
    No plea or excuseis left to you for refusing to do your duty: P. οὐδὲ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἐθʼ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται (Dem. 10).
    Do one's duty: P. and V. πράσσειν χρή.
    One's duty towards the gods: P. and V. τὸ εὐσεβές.
    Task: P. and V. ἔργον, τό, V. χρέος, τό, τέλος, τό; see Task.
    Allotted task: P. τάξις, ἡ.
    His hand sees its duty: V. χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον (Æsch., Theb. 554).
    I have exceeded my duty in speaking of these points: P. περιείργασμαι ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών (Dem. 248).
    It is the duty of children to: P. and V. παίδων ἐστί (with infin.).
    It is your duty: P. and V. χρή σε, δεῖ σε, προσήκει σε or σοι, V. σόν ἐστι, σὸν ἔργον ἐστί.
    ——————
    subs.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Duty

  • 4 Fact

    subs.
    P. and V. ἔργον, τό, πρᾶγμα, τό.
    Event: P. and V. συμφορά, ἡ, Ar. and P. συντυχία, ἡ.
    Truth: P. and V. λήθεια, ἡ, τἀληθές.
    Those who look for the facts of the case: P. οἱ τὴν ἀκρίβειαν ζητοῦντες τῶν πραγμάτων (Antiphon, 139).
    You seek to discover the facts of the case: P. ζητεῖτε εὐρεῖν τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγενημένων (Isae. 70).
    Really: P. and V. ὄντως, P. τῷ ὀντί.
    As the facts themselves proved: P. ὡς αὐτὸ τὸ ἔργον ἐδήλωσε (Dem. 928).
    It is not the same thing to state a surmise and proclaim what is said as a fact: V.τοὐτὸ δʼ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον (Soph., Trach. 425).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fact

  • 5 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 6 желательно

    желательн||о
    предик безл καλό εἶναι, θἄτανε καλά:
    это \желательно θά εἶναι εὐχής ἐργον.

    Русско-новогреческий словарь > желательно

  • 7 монументальный

    монумент||а́льный
    прил в разн. знач. μνημειώδης:
    ильная постройка μνημειώδες οίκοδόμημα· \монументальный->льный труд τό μνημειώδες ἔργον.

    Русско-новогреческий словарь > монументальный

  • 8 сделать

    сдела||ть
    сов см. делать· \сделать вывод βγάζω τό συμπέρασμα· \сделать предупреждение κά(μ)νω προειδοποίηση, προειδοποιώ· я \сделатьл все, что мог ἔκαμα δτι μποροδσα (или τό παν)· он \сделатьл вид, что не понимает ἐκανε πώς δέν καταλαβαίνει· ◊ сказано \сделатьно разг ἄμ· £πος, ἄμ' ἔργον.

    Русско-новогреческий словарь > сделать

  • 9 сказать

    сказать
    сов см. говорить· что вы этим хотите \сказать? τί θέλετε νά πήτε μ' αὐτό;· ◊ трудно \сказать... εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς...· легко́ \сказать Ενός λόγος εἶναι· так \сказать νά ποῦμε· правду \сказать... νά ποῦμε τήν ἀλήθεια...· сказано \сказать сделано разг ἀμ' ἐπος, ᾶμ' ἐργον бабушка надвое сказала погов. эе ζήσε Μάη νά <ρᾶς τριφύλλι καί τόν Αὔγουστο σταφύλι.

    Русско-новогреческий словарь > сказать

  • 10 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 11 Act

    subs.
    P. and V. πρᾶγμα, τό, πρᾶξις, ἡ, ἔργον, τό, Ar. and V. πρᾶγος, τό, V. ἔργμα, τό.
    Legislative act: P. and V. ψήφισμα, τό, ψῆφος, ἡ.
    Catchy in the act: P. and V. ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, P. καταφωρᾶν.
    Caught in the act, adj.: P. αὐτόφωρος, V. ἐπληπτος.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. ποιεῖν, δρᾶν, πράσσειν.
    Act on the stage, v. trans.: P. ὑποκρίνεσθαι (acc.), ἀγωνίζεσθαι (Dem. 418 and 449); see also Play.
    Act part of Antigone: P. Ἀντιγόνην ὑποκρίνεσθαι.
    Answer, succeed: P. and V. προχωρεῖν, χωρεῖν; see Answer.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Act

  • 12 Action

    subs.
    Opposed to idleness: P. and V. πρᾶξις, ἡ ; see Act.
    The hands of the young are braced for action: V. νέων τοι δρᾶν μὲν ἔντονοι χέρες (Eur., frag.).
    At law: P. and V. δκη, ἡ, γών, ὁ.
    Bring action against: P. εἰς ἀγῶνα καθιστάναι (acc.).
    Virtue, power (of drugs, etc.): V. δνασις, ἡ, ἰσχς, ἡ.
    Battle: P. and V. ἔργον, τό.
    Put ships out of action: P. ναῦς ἄπλους ποιεῖν (Thuc. 7, 34).
    Some seven ( ships) were put out of action: P. ἑπτά τινες ἄπλοι ἐγένοντο (Thuc. 7, 34).
    Action, as opposed to passivity: P. πρᾶξις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Action

  • 13 Address

    subs.
    P. and V. πρόσρησις, ἡ, λόγος, ὁ, P. πρόσρημα, τό, V. πρόσφθεγμα, τό, προσφώνημα, τό.
    Public speech: P. and V. λόγος, ὁ, P. δημηγορία, ἡ.
    Address to troops before battle: see Exhortation.
    Skill: P. and V. τέχνη.
    Addresses, courting: P. θεραπεία, ἡ.
    Pay one's addresses to: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.); see Court.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. προσαγορεύειν, προσειπεῖν ( 2nd aor.), V. αὐδᾶν, προσαυδᾶν, προσφωνεῖν, προσφθέγγεσθαι, ἐννέπειν, προσεννέπειν, προσηγορεῖν.
    That I might come to address the goddess Pallas in prayer: V. Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος (Soph., Ant. 1184).
    Addressed by whom? V. τῷ προσήγορος; (Soph., Phil. 1353).
    Address ( publicly): Ar. and P. δημηγορεῖν πρός (acc.).
    Of a general addressing troops: P. παρακελεύεσθαι (dat. or absol.); see Exhort.
    Address oneself to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, ἐπ, εἰς, acc.), ἔχεσθαι (gen.), νοῦν προσέχειν (dat.), καθίστασθαι εἰς (acc.).
    Consult: P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.).
    The servants all addressed their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Address

  • 14 Case

    subs.
    Box: P. and V. θήκη, ἡ; see Box.
    Cover: Ar. and P. ἔλυτρον, τό, P. and V. περβολος, ὁ.
    For a shield: Ar. and V. σάγμα, τό.
    Sheath: P. and V. κολεός, ὁ (Xen.), V. περιβολαί, αἱ.
    Question, matter: P. and V. πρᾶγμα, τό.
    Case at law: P. and V. δκη, ἡ, γών, ὁ, V. κρῖμα, τό.
    Ground for legal action: P. ἀγώνισμα, τό.
    When the case comes on: P. ἐνεστηκυίας τῆς δίκης.
    The case having already gone against him: P. κατεγνωσμένης ἤδη τῆς δίκης (Dem. 872).
    Lose one's case: P. ἀποτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175).
    Aphobus having already lost his case against me: P. ὀφλόντος μοι τὴν δίκην Ἀφόβου (Dem. 866).
    Win one's case: P. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175), δίκην αἱρεῖν.
    Decide cases of murder and wounding: P. δικάζειν φόνου καὶ τραύματος (Dem. 628).
    Excuse, plea: P. ἀπολογία, ἡ.
    Circumstances: P. and V. πράγματα, τά.
    Have nothing to do with the case: P. ἔξω τοῦ πράγματος εἶναι (Dem. 1318).
    In case ( supposing that): P. and V. εἴ πως, ἐν πως.
    In any case: P. and V. πάντως, πάντη.
    In my case: P. τοὐμὸν μέρος.
    In the caise of: P. and V. κατ (acc.).
    In this case: P. and V. οὕτως.
    In that case: P. ἐκείνως.
    This is so in all cases: P. ἐπὶ πάντων οὕτω τοῦτʼ ἔχει (Dem. 635).
    It is not a case for: P. and V. οὐκ ἔργον (gen.).
    Since the case stands thus: P. and V. τούτων οὕτως ἐχόντων, V. ὡς ὧδʼ ἐχόντων, ὡς ὧδʼ ἐχόντων τῶνδε.
    Thus stands my case: P. and V. οὕτως ἔχει μοι.
    And such indeed was the case: P. καὶ ἦν δὲ οὕτως.
    This would now be the case with the Athenians: P. ὅπερ ἄν νῦν Ἀθηναῖοι πάθοιεν (Thuc. 6, 34).
    I myself am in the same case as the majority: P. αὐτὸς ὅπερ οἱ πολλοὶ πέπονθα (Plat., Meno. 95C).
    As is generally the case: P. οἷα... φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).
    As is generally the case with large armies: P. ὅπερ φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα (Thuc. 4, 125).
    The facts of the case: see under Fact.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. περιβάλλειν; see Cover, Sheathe.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Case

  • 15 Charge

    v. trans. or absol.
    Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), V. ἐφορμᾶν (dat.) or pass. (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.); see Attack.
    Demand as payment: P. and V. εἰσπράσσεσθαι; see Exact.
    He charges half the amount to himself, the rest is reckoned as theirs: P. τὸ μὲν ἥμισυ αὑτῷ τίθησι τὸ δὲ τούτοις λελόγισται (Lys. 211.)
    Intrust: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι), P. πιστεύειν (τινί τι), ἐγχειρίζειν (τινί τι), V. εἰσχειρίζειν (τινί τι).
    Exhort, command: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), ἐπιστέλλειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. ἐξεφεσθαι (absol.).
    Accuse: see Accuse.
    Fill: P. and V. πληροῦν, ἐμπιπλναι, πιμπλναι (rare P. uncompounded), γεμίζειν.
    ——————
    subs.
    Attack: P. and V. προσβολή, ἡ, εἰσβολή, ἡ, P. ἐπίθεσις, ἡ, ἐπιχείρησις, ἡ, ἔφοδος, ἡ, ἐπιδρομή, ἡ.
    Rush: P. and V. ὁρμή, ἡ, V.ιπή, ἡ, Ar. and P.μη. ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ.
    Of ships: P. and V. ἐμβολή, ἡ.
    Like a bull ready for the charge, he bellows fiercely: V. ταῦρος ς εἰς ἐμβολὴν δεινὰ μυκᾶται (Eur., H.F. 869).
    Price: P. ὠνή, ἡ, Ar. and P. τιμή, ἡ; see Price.
    Exaction: P. εἴσπραξις, ἡ.
    Expense: P. and V. δαπνη, ἡ.
    At his own charges: P. τοῖς αὑτοῦ τέλεσι, τοῖς ἰδίοις τέλεσι.
    At the public charge: P. δημοσία.
    Duty, task: P. and V. ἔργον, τό; see Task.
    Guardianship: P. ἐπιτροπεία, ἡ.
    Something intrusted to one's care: V. μέλημα, τό, φρούρημα, τό.
    Put in charge of: Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τινί τι); see Intrust.
    Take charge of: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat.), θεραπεύειν (acc.), Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), V. κηδεύειν (acc.), μέλεσθαι (gen.); see Manage, Guard.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    I impose this service as a charge upon you: V. ὑμῖν... τήνδʼ ἐπισκήπτω χάριν (Soph., Aj. 566).
    Accusation: see Accusation.
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Charge

  • 16 Commission

    subs.
    Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό.
    Task, duty: P. and V. ἔργον. τό; see Task.
    Embassy: Ar. and P. πρεσβεία, ἡ.
    Body of commissioners: P. συγγραφῆς, οἱ; see Commissioner.
    Council: P. συνέδριον, τό.
    Performance, act of committing: P. πρᾶξις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    See Charge.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commission

  • 17 Concern

    subs.
    Business: P. and V. πρᾶγμα, τό, ἔργον, τό; see Work.
    Anxiety: P. and V. φροντς, ἡ, P. ἀγωνία, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, V. σύννοια, ἡ, μέλημα, τό; see Fear.
    You have no concern in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    ——————
    v. trans.
    Have to do with: P. and V. προσήκειν (dat.), τείνειν εἰς (acc.).
    It concerns, it is a care to: P. and V. μέλει (dat.).
    Be concerned about: P. and V. μεριμνᾶν (acc.), φροντίζειν (gen. or prep.), σπουδάζειν πέρ (gen.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. προκήδεσθαι (gen.), προκηραίνειν (gen.).
    Be concerned in, have a share in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συμμετέχειν (gen.), μεταλαμβνειν (gen.).
    Concerned in, joint cause of, adj.: P. and V. συναίτιος (gen.), μέτοχος (gen.); see Accessory.
    As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος; see under Far.
    As far as he is concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).
    As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., Phoen. 865; also And. 759), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).
    As far as decrees are concerned he would long ago have paid the penalty: P. πάλαι ἂν ἕνεκά γε ψηφισμάτων ἐδεδώκει δίκην (Dem. 32).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concern

  • 18 Deed

    subs.
    P. and V. πρᾶγμα, τό, πρᾶξις, ἡ, ἔργον, τό, Ar. and V. πρᾶγος, τό, V. ἔργμα, τό.
    In deed, as opposed to word: P. and V. ἔργῳ, V. ἔργοις.
    Legal document: Ar. and P. γράμματα, τά, γραμματεῖον, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deed

  • 19 Disobedient

    adj.
    P. ἀπειθής, δυσπειθής, V. ὁ μὴ πειθνωρ (Æsch., Ag. 1639).
    Is it a duty to honour the disobedient? V. ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσμοῦντας σέβειν; (Soph., Ant. 730).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disobedient

  • 20 Effect

    subs.
    Virtue, operativeness: P. δύναμις, ἡ.
    Result: P. and V. τέλος, τό, ἔργον, τό.
    That which happens: P. τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἐκβαίνοντα.
    Produce an effect, do good (of persons), v.: P. and V. πλέον πράσσειν, V. πλέον ἐργάζεσθαι, P. πλέον ποιεῖν.
    I produce no effect by my counsel: V. παραινουσʼ οὐδὲν εἰς πλέον ποιῶ (Soph., O.R. 918).
    Have effect: P. προὔργου εἶναι, P. and V. ὠφελεῖν.
    Have no effect: P. οὐδὲν προὔργου εἶναι, P. and V. οὐκ ὠφελεῖν.
    Of no effect, adj.: P. and V. μταιος; see Vain.
    To no effect, adv.: P. and V. μτην, ἄλλως, V. ματαίως; see in vain, under Vain.
    Have the effect of, bring it about that, v.: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.).
    Take effect: use P. ἐνεργὸς εἶναι.
    ( Speak) to this effect: P. and V. τοιαῦτα or τοιδε λέγειν.
    ——————
    v. trans.
    Accomplish: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, ἐπεργάζεσθαι; see Accomplish.
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.), V. ἐκπράσσειν ὥστε (infin.); see also see to it that.
    Effect a landing: P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effect

См. также в других словарях:

  • Έργον —         (ergon) (греч.) факт, деяние, содеянное. Содеянное как результат действительности (ενέργεια). По В. Гумбольдту, язык не продукт деятельности (έργον), а деятельность (ενέργεια). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… …   Философская энциклопедия

  • ἔργον — ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ἔργον weorc neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργον — το βλ. έργο …   Dictionary of Greek

  • Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πᾶς γὰρ τὸ οἰκεῖον ἔργον ἀγαπᾷ μᾶλλον ἢ. — См. Всякому свое мило …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀρχὴ γὰρ λέγεται μὲν ἥμισυ παντὸς ἐν ταῖς παροιμίαις ἔργον. — См. Доброе начало половина дела полдела откачало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὔργον — ἔργον , ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) ἔργον , ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ἔργον , ἔργον weorc neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὖργον — ἔργον , ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) ἔργον , ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) ἔργον , ἔργον weorc neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργα — ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»