-
1 Reflect
v. trans.Reflect ( as a mirror): P. ἐμφαίνειν.Absol., ponder: P. and V. ἐνθυμεῖσθαι, νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), συννοεῖν (or mid.), φροντίζειν, λογίζεσθαι, ἐπισκοπεῖν, σκοπεῖν (V. also mid.), P. ἐκλογίζεσθαι.Reflect with oneself: P. παρʼ ἑαυτῷ σκοπεῖν, πρὸς ἑαυτὸν λογίζεσθαι, πρὸς ἑαυτὸν ἐνθυμεῖσθαι, πρὸς ἑαυτὸν σκοπεῖν.Reflect upon: P. and V. ἐνθυμεῖσθαι (acc. P. also gen.), ἐννοεῖν (or mid.) (acc.), συννοεῖν (or mid.) (acc.), λογίζεσθαι (acc.), σκοπεῖν (acc. V. also mid.), ἐπισκοπεῖν (acc.), P. ἐκλογίζεσθαι (acc.), V. ἑλίσσειν (acc.), νωμᾶν (acc.), καλχαίνειν (acc.).Bring into discredit: P. εἰς ὑποψίαν καθιστάναι (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reflect
-
2 Behave
v. intrans.With adv.: P. and V. παρέχειν ἑαυτόν with adj., γίγνεσθαι with adj.Behave bravely: παρέχειν ἑαυτόν ἀνδρεῖον or γίγνεσθαι ἀνδρεῖος.Behave towards a person: P. and V. χρῆσθαι (τινι), προσφέρεσθαί (τινι or πρός τινα).absol. P. and V. ἔχειν.Behave properly: Ar. κοσμίως ἔχειν.Behave unfairly towards: P. ἀνίσως ἔχειν (πρός, acc.).Behave well: P. εὐσχημονεῖν.Behave badly: P. and V. ἀσχημονεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behave
-
3 Rally
v. trans.Recall from flight: P. ἀναστρέφειν (Xen.).Restore to vigour: P. ἀναλαμβάνειν.Like a hunter your son rallies them for the fight: V. ἀλλά νιν πάλιν κυναγὸς ὡσεὶ παῖς σὸς ἐξαθροίζεται (Eur., Phoen. 1168).Turn at bay: P. πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι, V. ἐς ἀλκὴν ἐλθεῖν.Recover oneself: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν, (or omit ἑαυτόν), V. σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν (Eur., H.F. 626).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rally
-
4 Violence
subs.Force: P. and V. βία, ἡ. V. τὸ καρτερόν, P. βιαιότης, ἡ.Rush: Ar. and P. ῥύμη, ἡ.Outrage P. V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό.Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.By violence, by force: P. and V. βίᾳ, πρὸς βίαν, βιαίως, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κράτος; see under Force.Act of violence: V. χείρωμα, τό.Do acts of violence, v.: P. χειρουργεῖν. Useviolence: P. and V. βιάζεσθαι (mid.).Suffer violence: P. and V. βιάζεσθαι (pass.).Do violence to oneself, kill oneself: P. βιάζεσθαι ἑαυτόν (Plat.).Do a violence to, take violent measures against: P. and V. ἀνήκεστόν τι δρᾶν (acc.) (Eur., Med. 283), P. νεώτερόν τι ποιεῖν εἰς (acc.), ἀνήκεστόν τι βουλεύειν περί (gen.).Do no violence to: V. δρᾶν μηδὲν... νεώτερον (acc.) (Eur., Rhes. 590), μηδὲν νέον δρᾶν (acc.) (Eur., Bacch. 362).Blow with great violence ( of wind): P. μέγας ἐκπνεῖν (Thuc. 6, 104).Their escape was due to the violence of the storm: P. ἐγένετο ἡ διάφευξις αὐτοῖς διὰ τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος (Thuc. 3, 23).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violence
-
5 Come
v. intrans.P. and V. ἔρχεσθαι, προσέρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. βλώσκειν), προσμολεῖν ( 2nd aor. προσβλώσκειν), προσστείχειν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν.Have come, be come: P. and V. ἥκειν, παρεῖναι, ἐφήκειν (rare P.), Ar. and P. παραγίγνεσθαι, V. προσήκειν.Arrive: P. and V. ἀφικνεῖσθαι, εἰσαφικνεῖσθαι, Ar. and V. ἱκνεῖσθαι, V. ἱκάνειν, ἐξικνεῖσθαι; see Arrive.Keep coming, come and go: P. and V. φοιτᾶν, V. στρωφᾶσθαι.Where-fore, come fire! come swords! V. πρὸς ταῦτʼ ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα (Eur., Phoen. 521). Come, interj.: P. and V. ἄγε, φέρε, ἴθι, φέρε δή, εἶα (Plat. but rare P., also Ar.), εἶα δή (Plat. but rare P., also Ar.).Of territory, reach: P. καθήκειν.Come forward: P. προέρχεσθαι, P. and V. προχωρεῖν, προβαίνειν.Of revenue, etc.: P. προσέρχεσθαι.Capitulate: see Capitulate.They have come off worse than we did: P. χεῖρον ἡμῶν ἀπηλλάχασι (Dem. 246).Of a storm: P. ἐπιγίγνεσθαι, κατιέναι, γίγνεσθαι.Come out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν (rare P. in lit. sense).met., turn out, issue: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν.Come out to battle: P. ἐπεξέρχεσθαι εἰς μάχην.Come over ( of a feeling coming over one): P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.), V. ὑπέρχεσθαι (acc.), ὑφέρπειν (acc.); see steal over.Join as ally: P. προσχωρεῖν.Come round, change: P. and V. μεθίστασθαι, P. περιίστασθαι.Recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.Come round to the same place ( in argument): P. εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι (Plat., Gorg. 517C).Come short: see Short.Come to, recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.Come to yourself: V. ἐν σαυτῷ γενοῦ (Soph., Phil. 950).Coming to yourselves even at the eleventh hour: ὑμῶν αὐτῶν ἔτι καὶ νῦν γενόμενοι (Dem. 26).Come to pass: see Happen.Come to the same thing: Ar. and P. ταὐτὸ δύνασθαι.Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.Come up: P. and V. ἀνέρχεσθαι.Happen: see Happen.Come up to: see Reach.Of misfortune, etc.: P. and V. ἐπέρχεσθαι (dat.), προσπίπτειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Come
-
6 кто
αντων.1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•
кто идёт? ποιος έρχεται;•
кто там ποιος είν εκεί;•
о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•
кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);
2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•
кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•
кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•
кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.
3. αόρ. κάποιος, κανένας•если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•
не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...
4. αναφρ. όποιος•тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.
εκφρ.кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•кто что – όποιος όποιο η ό,τι•кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•хоть кого – οποιονδήποτε•спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του. -
7 Make
v. trans.P. and V. ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι.Make a living: V. συλλέγειν βίον; see Live.Construct: P. and V. συντιθέναι, συμπηγνύναι, συναρμόζειν, P. κατασκευάζειν, συνιστάναι, V. τεύχειν; see also Build.Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν, V. σχηματίζειν.Render: P. and V. ποιεῖν, καθιστάναι, παρέχειν (or mid.), P. παρασκευάζειν, ἀπεργάζεσθαι, Ar. and P. ἀποδεικνύναι, ἀποφαίνειν, Ar. and V. τιθέναι (rare P.), V. κτίζειν, τεύχειν.Compel: P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, βιάζεσθαι, καταναγκάζειν, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.What makes you say this? P. τί παθὼν ταῦτα λέγεις;Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).Produce, cause: P. and V. ποιεῖν, V. τεύχειν. P. ἀπεργάζεσθαι.In periphrastic expressions, use P. and V. ποιεῖσθαι, V. τιθέναι, τίθεσθαι; e.g., make haste: P. σπουδὴν ποιεῖσθαι.Make amedds for: see under Amends.Steal: P. διακλέπτειν; see Steal.Make for, hasten to: P. and V. ὁρμᾶσθαι εἰς (acc.).Seek: P. and V. ζητεῖν (acc.).Tend towards: P. and V. τείνειν εἰς (acc.), πρός (acc.), P. συντείνειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), or πρός (acc.); see Tend.Public support made rather for the Lacedaemonians: P, ἡ εὔνοια ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2. 8).Make free with: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Carry out (a promise, etc.): see Accomplish.Make light of: see Disregard.Make merry: P. and V. εὐωχεῖσθαι, κωμάζειν.Make of understand, interpret: P. ὑπολαμβάνειν (acc.), ἐκλαμβάνειν (acc.).Construct of: P. and V. συντιθέναι ἐκ (gen.).Be made of, be constructed of: P. συγκεῖσθαι ἐκ (gen.).Make up, dress up, v. trans.: P. and V. σκευάζειν, Ar. and P. ἐνσκευάζειν; v. intrans.: Ar. and P. ἐνσκευάζεσθαι.Trump up: P. and V. πλάσσειν, (acc.), P. κατασκευάζειν (acc.), συσκευάζειν (acc.).Help to make up: P. συγκατασκευάζειν (acc.).Constitute: P. and V. εἶναι, καθεστηκέναι (perf. of καθιστάναι).Help in forming: P. συγκατασκευάζειν.Make up (a quarrel. etc.): P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.), καλῶς τιθέναι (or mid.) P. λύεσθαι, κατατίθεσθαι, διαλύεσθαι, Ar. and P. καταλύεσθαι.Straightway a widespread rumour was bruited in our ears that you and your lord had made up your former quarrel: V. διʼ ὤτων δʼ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν (Eur., Med. 1139).Make up for, make amends for: P. and V. ἀκεῖσθαι (acc.) ἀναλαμβάνειν (acc.), ἰᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Make
-
8 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
-
9 привлечь
-леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•
его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•
привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.
3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.
4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.
|| θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ. -
10 таковой
αντων., βρ: таков, -а, -о.1. τέτοιος.2. παλ. βλ. такой (2 σημ.).εκφρ.как таковой – (γραπ. λόγος) αυτός καθ εαυτόν (άσχετα προς κάθε τι άλλο)• (и) был таков ήταν μια φορά (τώρα εξαφανίστηκε). -
11 Devote
v. trans.Assign: P. and V. νέμειν, προσνέμειν, διδόναι.Dedicate: P. and V. καθιεροῦν, Ar. and V. καθοσιοῦσθαι, P. ἱεροῦν, Ar. and P. καθαγίζειν; see Dedicate.Devote an offering to a deity: P. and V. ἀνατιθέναι (Eur., Ion, 1384), V. τιθέναι (Eur., Phoen. 576).Devoting my body to death: V. Ἅιδῃ προστιθεῖσʼ ἐμὸν δέμας (Eur., Hec. 368).I scruple to reproach the goddess to whom your body hath been devoted: V. δυσφημεῖν γὰρ ἅζομαι θεὰν ᾗ σὸν κατῆρκται σῶμα (Eur., Heracl. 600).Devote oneself to: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἄπτεσθαι (gen.), προσκεῖσθαι (dat.), Ar. and P. προσέχειν (dat.), P. σχολάζειν (dat.).Devoting himself unsparingly to the work: P. ἑαυτὸν εἰς τὰ πράγματα ἀφειδῶς διδούς (Dem. 255).Be devoted to: see Love.Their children are devoted to war: V. τὰ γὰρ τέκνʼ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται (Eur., El. 950).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Devote
См. также в других словарях:
RHADAMANTHUS — Iovis ex Europa fil. Rex Lyciae, qui quod severus fuerit iustitiae minister, finguitur a poetis apod in feros nocentum culpas explorare. Virgil. Aen. l. 6. v. 566. Gnosius haec Rhadamanthus habet durissima regna, Castigatque auditque dolos,… … Hofmann J. Lexicon universale
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
въдати — ВЪДА|ТИ (645), МЬ, СТЬ гл. 1.Вручить, передать что л. из рук в руки: влстелинъ града того видѣвъ ѡтрока въ такомь съмерении и покорении соуща... вдасть же ѥмоу и ѡдежю свѣтьлоу да ходить въ неи. ЖФП XII, 30б; и сън˫а бьрнъ клобоукъ съ кнѩзѩ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D … Wikipedia
Œuvres morales — Les Œuvres morales ou Moralia (en grec ancien Ἠθικὰ / Ethikà, en latin Moralia) sont un ensemble éclectique de textes grecs de Plutarque (Ier IIe siècle). Ils traitent de différents sujets qui peuvent être d’ordre religieux ou éthique,… … Wikipédia en Français