-
1 ανάγκη
[ананги] ουσ. Θ. нужда, необходимость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάγκη
-
2 нужда
нужд||аж1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη. -
3 надобность
-и θ.αναγκαιότητα, ανάγκη•надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•
в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•
по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•
по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•
смотря по -и κατά την ανάγκη•
по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•
крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•
в случае надобность σε περίπτωση•
ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.
-
4 нужда
-ы, πλθ. нужды θ.1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •
2. ανάγκη, χρεία•без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•
у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•
испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•
для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.
3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.εκφρ.- ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•- ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται. -
5 необходимо
необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω* * *είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω
мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω
-
6 необходимость
необходи́мостьж ἡ ἀνάγκη, ἡ ἀναγκαιότητα [-ης]:крайняя \необходимостьостъ ἡ ἐσχατη ἀνάγκη· нет никакой \необходимостьости δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη· в слу́чае \необходимостьости σέ περίπτωση ἀνάγκης· предметы первой \необходимостьости είδη πρώτης ἀνάγκης· по \необходимостьости ἀπό ἀνάγκη, κατ' ἀνάγκην· познанная \необходимостьость филос. ἡ ἐγνωσμένη ἀναγκαιότητα. -
7 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
8 необходимость
-и θ.1. αναγκαιότητα, ανάγκη, χρεία•предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης•
нет никакой -и δεν υπάρχει καμιά ανάγκη•
в случай -и σε περίπτωση ανάγκης•
по -и από ανάγκη•
покориться -и υποτάσσομαι στην ανάγκη.
2. (φιλοσ.) αναγκαιότητα. -
9 нуждаться
-йюсь, -аешьсяρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•
больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•
он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•
нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.
-
10 крайность
-и θ.1. ακρότητα, εξτρεμισμός•переходить от одной -и в другую περνώ από τη μια ακρότητα στην άλλη•
избежатъ -и αποφεύγω τις ακρότητες•
впадать в крайность φτάνω στα άκρα.
2. ανάγκη, ανέχεια, εσχάτη ένδεια•жить в -и περνώ πολύ δύσκολη ζωή.
3. επιτακτικότητα.εκφρ.до -и – στο έπακρο•довести до -и – κάνω κάποιον έξω φρενών•в -и – εν ανάγκη, στην ανάγκη. -
11 неволя
-и θ.1. σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία• αιχμαλωσία•бежать из -и φεύγω (δραπετεύω) από τη σκλαβιά.
2. (απλ.) ανάγκη, καταναγκασμός σφίξη•горькая неволя αδυσώπητη ανάγκη•
что за неволя ехать в такой дождь τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή.
3. ως επίρ. παλ. -ей, -его βλ. невольно. -
12 необходимость
η ανάγκη, η αναγκαιότηταпо - и εάν υπάρχει ανάγκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > необходимость
-
13 незачем
-
14 необходимый
необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος* * *αναγκαίος, απαραίτητοςнеобходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα
са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)
мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…
-
15 нужда
-
16 нуждаться
1) ( терпеть нужду) είμαι φτωχός2) (в чём-л.) έχω ανάγκη, χρειάζομαιя нужда́юсь в сове́те — έχω ανάγκη από συμβουλή
-
17 потребность
-
18 крайний
крайн||ийприл1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:\крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·3. полит ἄκρος:\крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση. -
19 надобность
надобнос||тьж ἡ χρησιμότητα, ἡ χρεία, ἀνάγκη:в случае \надобностьти στήν ἀνάγ-έν ἀνάγκη· по мере \надобностьти οταν (или Έ πού) θά χρειαστεί. -
20 необходимо
необходи́м||опредик безл εἶναι ἀπαραίτητο, εἶναι ἀναγκαϊο[ν], εἶναι ἀνάγκη:крайне \необходимо εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη.
См. также в других словарях:
ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαῖαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)