Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τεράστιος

См. также в других словарях:

  • τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… …   Dictionary of Greek

  • τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»