1 θορυβωδης
(ξύλλογος Plat.; ἀναζυγή Plut.)
(τῷ ἵππῳ μηδὲν θορυβῶδες προσφέρειν δεῖ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > θορυβωδης