Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ζεῖν

  • 1 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 2 пропитание

    ουδ.
    1. διατροφή, συντήρηση•

    найти себе пропитание εξοικονομώ τα προς του ζειν•

    работать на пропитание κερδίζω (βγάζω) τα προς του ζειν.

    2. τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > пропитание

  • 3 добыть

    -буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл κ. добыл, -ла, добыло κ. добыло; προστκ. добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -о κ. добыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, βρίσκω•

    я с трудом -ыл необходимые книги με δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βιβλία.

    || εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι•

    средства к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν.

    (κυνηγ.) χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω• πιάνω.
    2. εξάγω, εξορύσσω, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > добыть

  • 4 жизненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.
    1. της ζωής•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    жизненный путь η πορεία της ζωής•

    жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•

    -ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.

    2. ζωτικός•

    -ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > жизненный

  • 5 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 6 заработать

    ρ.σ.
    κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•

    заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.

    || αποκτώ με τη δουλειά μου•

    заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.

    || (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•

    заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.

    || αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.
    παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > заработать

  • 7 зашибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. зашиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зашибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. μωλωπίζω, χτυπώ.
    2. κερδίζω, βγάζω τα προς του ζειν.
    μωλωπίζομαι, χτυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зашибить

  • 8 иждивенство

    ουδ.
    συντήρηση, εξασφάλιση, παροχή των προς του ζειν•

    справка об -е πιστοποιητικό (βεβαίωση) συντήρησης.

    Большой русско-греческий словарь > иждивенство

  • 9 необеспеченный

    επ.
    μη εξασφαλισμένος οικονομικά, άπορος, αναγκεμένος, ενδεής, στερούμενος τα προς του ζειν. || ανεφοδίαστος.
    (οικον.) χωρίς αντίκρυσμα.

    Большой русско-греческий словарь > необеспеченный

  • 10 необходимое

    -ого ουδ.
    τα απαραίτητα, τα αναγκαία, τα χρειώδη (προς το ζειν)•

    он не богат, но имеет необходимое αυτός δεν είναι πλούσιος, όμως έχει τα απαραίτητα.

    Большой русско-греческий словарь > необходимое

  • 11 обзавести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обза-вл, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. обзавдший,
    επίρ. μτχ. обзаведя ρ.σ.μ. με οργν. παλ. εξασφαλίζω με τα απαραίτητα εφοδιάζω, προμηθεύω νοικοκυρεύω•

    обзавести хозяйством φτιάχνω το νοικοκυριό μου.

    εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι τα προς του ζειν, για το νοικοκυριό. || αποκτώ, δημιουργώ (οικογένεια, φίλους κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > обзавести

  • 12 питать

    ρ.δ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.
    2. εφοδιάζω•

    питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.

    3. μτφ. έχω, διατηρώ•

    питать ненависть τρέφω μίσος•

    питать надежду τρέφω ελπίδα•

    питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.

    1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.
    2. τροφοδοτούμαι.
    3. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > питать

  • 13 пробавляться

    ρ.δ.
    1. αρκούμαι, περιορίζομαι, ικανοποιούμαι στα υπάρχοντα, μου φτάνουν. || ασχολούμαι., περνώ τον καιρό μου.
    2. τα βολεύω, τα εξοικονομώ (τα προς του ζειν).

    Большой русско-греческий словарь > пробавляться

  • 14 прожиточный

    επ.
    της διαβίωσης•

    -ые средства τα μέσα διαβίωσης, τα προς του ζειν.

    Большой русско-греческий словарь > прожиточный

  • 15 ресурс

    α.
    1. μέσο, διέξοδος•

    ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.

    2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•

    неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•

    природные -ы φυσικές πηγές•

    производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.

    || τα χρήματα• τα προς του ζειν•

    -ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > ресурс

  • 16 средство

    ουδ.
    1. μέσο, τρόπος• μέτρο•

    радикальное средство ριζικό μέτρο•

    придумать для успешного завершения дела σκέφτομαι τρόπο για πλήρη επιτυχία της υπόθεσης.

    2. πλθ. -а τα μέσα•

    -а производства τα μέσα παραγωγής•

    транспортные -а τα μεταφορικά μέσα.

    || φάρμακο•

    средство от головной боли φάρμακο για τον πονοκέφαλο.

    3. πλθ. -а τα προς του ζειν (χρήματα, πόροι ζωής)•

    -а существования τα μέσα για τη ζωή (ύπαρξη).

    || μτφ. οι δυνατότητες• τα δυνατά. || μτφ. παλ. οι ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > средство

  • 17 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

См. также в других словарях:

  • ζεῖν — ζέω boil pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… …   Православная энциклопедия

  • вреть — врею, диал., севск. сильно потеть , укр. врiти кипеть, бурлить , блр. врэць, др. русск. вьрѣти, вьрю кипеть , ст. слав. вьрѣти, вьрѫ ζεῖν, κοχλάζειν (Супр.), сербохорв. вре̏ти, ври̑м, словен. vreti, чеш. vřiti, польск. wrzec, также сербохорв.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Uncial 068 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 068 Text John 13:16 27; 16:7 19 Date 5th century Script Greek …   Wikipedia

  • Onciale 068 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 068 texte Évangile selon Jean † langue Grec ancien date Ve  …   Wikipédia en Français

  • Zéolithe — Zéolithe : gonnardite Cristaux de zéolithe, vus au microscope …   Wikipédia en Français

  • Кодекс 068 — (Gregory Aland) унциальный манускрипт V века на греческом языке, содержащий фрагменты текста Евангелия от Иоанна 13,16 27; 16,7 19 на 2 пергаментных листах (26 x 24 см). Текст на листе расположен в две колонки, 18 строк в колонке. Палимпсест.… …   Википедия

  • Ivppiter — IVPPĬTER, Iovis, Gr. Ζεὺς, Διός. 1 §. Namen. Der Namen Iuppiter, welcher insgemein Jupiter, wiewohl nicht so richtig, geschrieben wird, Cellar. & Schurtzfleisch. Orthogr. in Iuppiter. soll von Iuvo. ich helfe, und Pater, ein Vater, zusammen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • celo — I (Del lat. zelus, ardor, celo.) ► sustantivo masculino 1 Cuidado e interés con que alguien hace las cosas que tiene a su cargo: ■ puso el máximo celo en la limpieza de la casa. SINÓNIMO ahínco cuidado entusiasmo esmero [primoresmero] ANTÓNIMO …   Enciclopedia Universal

  • προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»