Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(Φιλίππου

  • 1 Favour

    subs.
    Good-will: P. and V. εὔνοια. ἡ, εὐμένεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
    Boon, service: P. and V. χρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service, Benefaction.
    Curry favour with: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.), ποτρέχειν (acc.), πέρχεσθαι (acc.), θωπεύειν (acc.), V. σαίνειν (acc.), προσσαίνειν (acc.), θώπτειν (acc.), Ar. and P. ποπίπτειν (acc. or dat.), Ar. and V. αἰκάλλειν (acc.). Do a favour to, v.: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χριν πουργεῖν (dat.). χάριν διδόναι (dat.), χριν τθεσθαι (dat.), Ar. and V. χριν νέμειν (dat.), P. χριν δρᾶν (absol.); see Serve.
    Theseus asks you as a favour to bury the dead: V. Θήσευς σʼ ἀπαιτεῖ πρὸς χάριν θάψαι νεκρούς (Eur., Supp. 385).
    In favour of: V. and V. πρός (gen.).
    Thinking that a battle at sea in a small space was in their ( the enemy's) favour: P. νομίζοντες πρὸς ἐκείνων εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν (Thuc. 2, 86).
    I will speak in your favour, not in mine: V. πρὸς σοῦ γὰρ, οὐδʼ ἐμοῦ, φράσω (Soph., O.R. 1434; cf Plat., Prot. 336D).
    He has suddenly become in favour of Philip: P. γέγονεν ἐξαίφνης ὑπὲρ Φιλίππου (Dem. 438).
    Vote in favour of a person's acquittal: P. ἀποψηφίζεσθαι (gen. of pers.).
    Vote in favour of a thing: Ar. and P. ψηφίζεσθαι ( acc).
    Make a favour of justice: P. καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια (Plat., Ap. 35C).
    ——————
    v. trans.
    Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.). P. καταχαρίζεσθαι (dat.); see also Benefit.
    Be friendly disposed to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοικῶς διακείσθαι πρός (acc.); see side with.
    Be on the side of: V. συνεῖναι (dat.).
    Favour the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.
    I favour your cause: V. εὖ φρονῶ τὰ σὰ (Soph., Aj. 491).
    Favour the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Favour the Persians: P. Μηδίζειν.
    On a charge of favouring the Athenians: P. ἐπʼ Ἀττικισμῷ (Thuc. 8. 38).
    Of things, help on: P. προφέρειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favour

См. также в других словарях:

  • Φιλίππου — Φίλιππος fond of horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίππου — φίλιππος fond of horses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Фаллмерайер, Якоб Филипп — Якоб Филипп Фаллмерайер, работа Ханфштенгль, Франца 1860 …   Википедия

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… …   Dictionary of Greek

  • Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч …   Википедия

  • Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»