-
1 αμολ(λ)ητός
η, ό1) ослабленный, отпущенный (о канате и т. п.); 2) отвязанный; выпущенный на волю; 3) безнадзорный, беспризорный -
2 αμολ(λ)ητός
η, ό1) ослабленный, отпущенный (о канате и т. п.); 2) отвязанный; выпущенный на волю; 3) безнадзорный, беспризорный -
3 αμολό(γ)ητος
η, ο см. ανομολόγητος -
4 αμολό(γ)ητος
η, ο см. ανομολόγητος -
5 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
6 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
7 κοσμολό(γ)ητος
η, ο известный, знаменитый, прославленный -
8 κοσμολό(γ)ητος
η, ο известный, знаменитый, прославленный -
9 ἐσθής,-ῆτος
+ ἡ N 3 0-0-0-0-4=4 1 Ezr 8,68.70; 2 Mc 8,35; 11,8clothing, garment -
10 προβλής,-ῆτος
ὁ N 3/ἡ 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,6 -
11 αδελφικότης
(-ητος) η см. αδελφοσύνη -
12 αδιαιρετότης
(-ητος) η неделимость, нераздельность -
13 αισθητότης
(-ητος) η чувствительность, ощутимость, осязаемость -
14 ακαδημαϊκότης
(-ητος) η академичность -
15 ακινητότης
(-ητος) η неподвижность -
16 αλγεινότης
(-ητος) η болезненность, свойство вызывать боль -
17 αμαυρότης
(-ητος) η1) тусклость; смутность, неясность (контуров); 2) мед. амавроз -
18 αμβλύτης
(-ητος) η1) тупость; 2) перен. притупление, слабость; 3) перен. тупость, несообразительность -
19 αμυντικότης
(-ητος) η обороноспособность -
20 αναποφασιστικότης
(-ητος) η, αναποφάσιστον τό нерешительность, несмелость; стеснительность
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek