-
41 κλύδων
(-ωνος) ο уст.1) волнение; буря; шторм; 2) перен. волнение, суматоха -
42 κρομμυών
(-ώνος) ο место, засиженное луком -
43 κρότων
(-ωνος) ο1) клещ; 2) бот. клещевина -
44 κρυστάλλων
(-ώνος) ο глетчер -
45 κώδων
(-ωνος) ο1) колокол; колокольчик; звонок;ηλεκτρικός κώδων — электрический звонок;
2) колокол (водолаза и т. п.);3) колба, пробирка -
46 λεγεών
-
47 λειμών
-
48 λέμβων
(-ώνος) ο см. λεμβοστάσιο[ν] -
49 λευκοπώγων
(-ωνος) ο седобородый человек -
50 λευκών
(-ώνος) ο место, засиженное серебристым тополем -
51 Λυών
(-ώνος) η г. Лион -
52 μαγειροχιτών
(-ώνος) ο воен, поварской халат -
53 μακραίων
(-ωνος), ων, ον долговечный, долголетний -
54 μελανοχίτων
(-ωνος), ων, ον 1. одетый в чёрную рубаху;2.:οι μελανοχίτωνες — чернорубашечники, фашисты
-
55 μήκων
(-ωνος) η мак -
56 μηλεών
-
57 μορεών
(-ώνος) ο тутовая роща -
58 μουσσών
-
59 μύρτων
-
60 νεύρων
(-ώνος) ο нейрон
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek