-
1 ῥῡσί-πονος
ῥῡσί-πονος, errettend, befreiend von Arbeit, Mühe, Drangsal, Apollo in einem Hymn. (IX, 525, 18).
-
2 ῥυσίπονος
ῥῡσί-πονος, ον,A setting free from trouble, AP9.525.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυσίπονος
-
3 ῥῡσίπονος
ῥῡσί-πονος, errettend, befreiend von Arbeit, Mühe, Drangsal, Name für Apollo -
4 ρυσιπονος
См. также в других словарях:
ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] … Dictionary of Greek