1 ῥυτιδό-φλοιος
ῥυτιδό-φλοιος, mit runzliger Rinde, σῠκον, Zon. 3 (VI, 22).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ῥυτιδό-φλοιος
2 ῥυτιδόφλοιος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ῥυτιδόφλοιος
3 ρυτιδοφλοιος
(σῦκον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > ρυτιδοφλοιος