-
1 ρυπαρος
-
2 ρυπαρός
-
3 ῥυπαρός
-
4 ῥυπαρός
ῥυπαρός, schmutzig; ῥυπαρὸν ἄρτον ἐσϑίειν, Pol. 37, 3, 12; τριβώνιον, Plut. Phoc. 18; nach Moeris hellenistisch für das att. οἰσυπηρός; übertr., schmutzig geizig, filzig, καὶ ἀνελεύϑεροι, Ath., καὶ ἄτιμος, D. Hal. – Adv., ῥυπαρῶς δικάσαι, Pallad. 137 (X, 48).
-
5 ῥυπαρός
A filthy, dirty,κόλυθρον Telecl.3
;δάπιδες Pherecr. 185
; ῥ. εἴριον greasy, Hp.Fract.21;γαστέρας Id.Prorrh.2.23
(s.v.l.); unpurged,σῶμα Alex.Trall.Febr.7
.2 metaph., sordid, mean, ἤδη χορηγὸν πώποτε -ώτερον τοῦδ' εἶδες; Eup.306; uncultured,ῥ. τρόποι Philetaer.18
; βίος δουλοπρεπὴς καὶ ῥ. Arist.VV 1251b13; ῥ. πολῖται, ὄχλος, D.H.7.8,9.44; of style, Longin.43.5. Adv.- ρῶς Men. 142
, Epicur.Sent.Vat.43, Arr.Epict.2.9.4, AP10.48 (Pall.): [comp] Sup.- ώτατα D.C.59.4
.3 of coins, made of base metal, gold or silver alloy,ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμάς BGU214.12
(ii A.D.), cf. Ostr.Bodl. ii 32 (ii A.D.), al.4 κροτὼν ῥ., prob. = ἀδειγμάτιστος, PCair.Zen. 670.6 (iii B.C.); σῖτος ῥ. unwinnowed, PFay.16.10 (i B.C.); κριθὴ ῥ. POxy.1542.7 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυπαρός
-
6 ῥυπαρός
ῥυπαρός, schmutzig; übertr., schmutzig geizig, filzig -
7 ῥυπαρός
ῥυπαρός, ά, όν (ῥύπος; Teleclides Com. [V B.C.], Fgm. 3; Hippocr. et al.; pap, LXX; Just., D. 116, 1)① pert. to being dirty, filthy, soiled, a dirty area Hs 9, 7, 6; filthy clothes (Plut., Phoc. 750 [18, 4]; Cass. Dio 65, 20; Artem. 2, 3 p. 88, 23; Aelian, VH 14, 10; PGiss 76, 2f [II A.D.]; Zech 3:3f; SibOr 5, 188; Jos., Ant. 7, 267 ῥυπαρὰν τὴν ἐσθῆτα) ἐσθής Js 2:2. ῥάκη ῥ. filthy rags (s. ῥάκος 1) ApcPt 15, 30. In imagery occasioned by the proximity of ῥύπος: ἡμέραι ῥ. foul days B 8:6.② pert. to moral sordidness, unclean, defiled, fig. ext. of 1 (Dionys. Hal. et al. use the word for ‘sordidly avaricious’; s. Vett. Val. 104, 5; 117, 10; Test Jud 14:3 διαλογισμοὶ ῥ.) Rv 22:11; IEph 16:2 (cp. ἐν … πάσῃ ῥυπαρᾷ πράξει Just., D. 116, 1).—B. 1081.—DELG s.v. ῥύπος. M-M. Spicq. -
8 ῥυπαρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ῥυπαρός
-
9 ρυπαρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ρυπαρός
-
10 ρυπαρός
ά, ό[ν]1) грязный, запачканный; 2) мерзкий, гадкий -
11 ῥυπαρός
грязный, нечистый, низкий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ῥυπαρός
-
12 ῥυπαρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ῥυπαρὸς
-
13 ρυπαρός
[рипарос] ас. грязный, нечистоплотный, непристойный, подлый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρυπαρός
-
14 ῥυπαρός
-ά,-όν + A 0-0-2-0-0=2 Zech 3,3.4filthy, dirtyCf. SPICQ 1978a, 784-785 -
15 ρυπαρός
[рипарос] ас. грязный, нечистоплотный, непристойный, подлый. -
16 γυμνοῤ-ῥύπαρος
γυμνοῤ-ῥύπαρος, nackt u. zerlumpt, D. L. 7, 16.
-
17 κακοῤ-ῥύπαρος
κακοῤ-ῥύπαρος, sehr schmutzig, Schol. Soph. Ai. 382.
-
18 ἀῤ-ῥύπαρος
ἀῤ-ῥύπαρος, nicht schmutzig, rein, Sp.
-
19 ρυπαρά
ῥυπαρόςfilthy: neut nom /voc /acc plῥυπαρά̱, ῥυπαρόςfilthy: fem nom /voc /acc dualῥυπαρά̱, ῥυπαρόςfilthy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 ῥυπαρά
ῥυπαρόςfilthy: neut nom /voc /acc plῥυπαρά̱, ῥυπαρόςfilthy: fem nom /voc /acc dualῥυπαρά̱, ῥυπαρόςfilthy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ῥυπαρός — filthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
ρυπαρός — ή, ό 1. ακάθαρτος, βρόμικος: Είχε πια συνηθίσει να είναι ρυπαρός και να βλέπει και τους άλλους στην ίδια κατάσταση. 2. αισχρός, κακοήθης: Κάτω από την ευγένεια κρυβόταν μια ρυπαρή ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυπαρά — ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc pl ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc/acc dual ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτερον — ῥυπαρός filthy adverbial comp ῥυπαρός filthy masc acc comp sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτάτων — ῥυπαρός filthy fem gen superl pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτέρων — ῥυπαρός filthy fem gen comp pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρῶν — ῥυπαρός filthy fem gen pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατα — ῥυπαρός filthy adverbial superl ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατον — ῥυπαρός filthy masc acc superl sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)