-
1 ριπίζω
-
2 ῥιπίζω
-
3 ριπιζω
1) раздувать, разжигать(πῦρ Plut., перен. στάσιν Arph.)
2) жарить, поджаривать(τὰ τεμάχη ῥιπίζεται Arph.)
3) обвевать4) колебать, вздымать(κλύδων ῥιπιζόμενος NT.)
-
4 ῥῑπίζω
ῥῑπίζω, in Schwung, Bewegung setzen; 1) anfachen; eigtl. von Kohlen u. Feuer; φλόγα, Heliod. ep. (V, 122); π ῠρ δεόμενον τοῠ ῥιπίζοντος, Plut. Flam. 21; woraus sich Ar. Eccl. 842 erkl.: τὰ τεμάχη ἐῤῥίπιζον, ἵνα ὀπτήσωσιν. – Uebertr., π ολέμου ἔριν, Hom. frg. 26; ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει, Ar. Ran. 360, zum Aufstande. – 2) fächeln, mit dem Fächer abkühlen, lüften; ἐῤῥιπίζετο ὑπὸ περιστερῶν, Antiphan. bei Ath. VI 257 d; Plut. Anton. 26.
-
5 ῥῑπίζω
ῥῑπίζω, in Schwung, Bewegung setzen; (1) anfachen; eigtl. von Kohlen u. Feuer; ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει, zum Aufstande; (2) fächeln, mit dem Fächer abkühlen, lüften -
6 ῥιπίζω
ῥιπίζω aor. 3 sg. ἐρρίπισεν Da 2:35 (Aristoph. et al.) blow here and there, toss, of the wind (Da 2:35; EpArist 70), that sets a wave in motion on the water, pass. (Philo, Aet. M. 125 πρὸς ἀνέμων ῥιπίζεται τὸ ὕδωρ; a quot. in Dio Chrys. 15 [32], 23 δῆμος ἄστατον κακὸν καὶ θαλάσσῃ πανθʼ ὅμοιον ὑπʼ ἀνέμου ῥιπίζεται; Cass. Dio 70, 4 ῥιπιζομένη ἄχνη. See also Epict., Fgm. F 2 p. 487 Sch.) ὁ διακρινόμενος ἔοικεν κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ Js 1:6.—DELG s.v. ῥίπτω. M-M. -
7 ῥιπίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ῥιπίζω
-
8 ριπίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ριπίζω
-
9 ριπίζω
-
10 ῥιπίζω
развевать, колебать, раздувать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ῥιπίζω
-
11 ριπίζω
[рипизо] р. (перен.) раздувать, разжигать ссору и т. д.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ριπίζω
-
12 ῥιπίζω
+ V 0-0-0-1-0=1 DnLXX 2,35to blow up [τι] -
13 ριπίζω
[рипизо] ρ (перен.) раздувать, разжигать ссору и т. д. -
14 ῥιπίζω
A blow up or fan the flame,πολέμου ἔριν Cypr.Fr.1
;στάσιν ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει Ar.Ra. 360
;ῥ. πῦρ Plu.Flam.21
;φλόγα AP5.121
(Diod.):—[voice] Pass., τεμάχη ῥιπίζεται the fish is fanned to boiling-point, Ar.Ec. 842.2 fan a person, in [voice] Med., fan oneself, Hp.VM16:—[voice] Pass.,ῥιπίζεσθαι ὑπὸ τῶν περιστερῶν Antiph.202.5
; to be fanned or blown about,ὑπ' ἀνέμου Com.Adesp. 1324
, cf. Arist.Pr. 967a21;πρὸς ἀνέμων Ph.2.511
;κλύδων ἀνεμιζόμενος καὶ ῥιπιζόμενος Ep.Jac.1.6
;ῥιπιζομένη ἄχνη D.C.70.4
: metaph.,ῥ. ταῖς ἐλπίσι Alciphr.3.47
. -
15 ριπίζω
yelpazelemek, hava vermek -
16 προς-αναῤ-ῥῑπίζω
προς-αναῤ-ῥῑπίζω, noch dazu anfachen, Philo.
-
17 παραῤ-ῥῑπίζω
παραῤ-ῥῑπίζω, anfachen, Ios.
-
18 μεταῤ-ῥῑπίζω
μεταῤ-ῥῑπίζω, pass., umwehen; Arr. Ep. 1, 4, 19; Nonn. D. 2, 406.
-
19 δι-ευ-ρῑπίζω
δι-ευ-ρῑπίζω, von der Luft, Arist. Probl. 25, 22, sich wie die Strömungen im Euripus in entgegengesetzten Richtungen bewegen.
-
20 διαῤ-ῥῑπίζω
διαῤ-ῥῑπίζω, durchfächeln, Sp.; verwehen, hinwehen; εἴς τινα, Heliod. 9, 14.
См. также в других словарях:
ῥιπίζω — ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres subj act 1st sg ῥῑπίζω , ῥιπίζω blow up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
διερρίπιζον — διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl διερρί̱πιζον , διά ῥιπίζω blow up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετερρίπιζον — μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (ionic) μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl μετερρί̱πιζον , μετά ῥιπίζω blow up imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερρίπιζον — ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd pl ἀνερρί̱πιζον , ἀνά ῥιπίζω blow up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερρίπιζε — ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up pres imperat act 2nd sg ἀνερρί̱πιζε , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνερρί̱πιζε , ἀνά ῥιπίζω blow up imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίζῃ — ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres ind mp 2nd sg ῥῑπίζῃ , ῥιπίζω blow up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσει — ῥίπισις blowing with a bellows fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥιπίσεϊ , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (attic ionic) ῥῑπίσει , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg (epic) ῥῑπίσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσῃ — ῥιπίσηι , ῥίπισις blowing with a bellows fem dat sg (epic) ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj mid 2nd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up aor subj act 3rd sg ῥῑπίσῃ , ῥιπίζω blow up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] … Dictionary of Greek
διερριπίζετο — διερρῑπίζετο , διά , ἐν ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) διερρῑπίζετο , διά ῥιπίζω blow up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)