-
1 ῥῑνός
ῥῑνός, ὁ u. ἡ, 1) die Haut am Leibe des lebendigen Menschen, Il. 5, 308 Od. 5, 426. 14, 134. 22, 278; die Haut eines todten Menschen, Hes. Sc. 152; vgl. Ap. Rh. 2, 58; ῥινὸς καὶ ὀστέα, Haut u. Knochen, Jac. A. P. p. 746. – 2) die abgezogene Thierbaut, z. B. Wolfshaut, Wolfspelz, Il. 10, 334; ἐν ῥινῷ λέοντος, Pind. l. 5, 37; π ωλικῆς ῥινοῠ τρίχα, des lebenden Pferdes, Eur. Rhes. 784. – 3) die gegerbte Thierhaut, bes. Rindsleder, u. dah. der aus Rindsleder gemachte Schild, Il. 4, 447. 16, 636 (auch τὸ ῥινόν, Od. 5, 281); auch Ar. Pax 1240. – Bei Hom. ist das Genus nur Od. 22, 278, ἄκρην ῥινόν, zu erkennen; masc. ist es Nic. Th. 361 Al. 475, tem. Ap. Rh. 4, 174, wo die Lesart aber schwankt; Opp. Cyn. 3, 278; auch neutr., Odyss., s. oben, δοιῶν ῥινὰ κάπρων λάσια Damostrat. ep. (IX, 328).
-
2 ῥῑνός
ῥῑνός, ὁ u. ἡ, (1) die Haut am Leibe des lebendigen Menschen; die Haut eines toten Menschen; (2) die abgezogene Tierhaut, z. B. Wolfshaut, Wolfspelz; π ωλικῆς ῥινοῠ τρίχα, des lebenden Pferdes; (3) die gegerbte Tierhaut, bes. Rindsleder, u. dah. der aus Rindsleder gemachte Schild -
3 εὔ-ρῑνος [2]
εὔ-ρῑνος ( ῥινός), von gutem Leder, ep. ἐΰῤῥινοι φῦσαι Ap. Rh. 3, 1299.
-
4 πολύῤ-ῥῑνος
πολύῤ-ῥῑνος, von od. mit vielen abgezogenen Häuten, σάκος, Ap. Rh. 3, 1230.
-
5 στενόῤ-ῥῑνος
στενόῤ-ῥῑνος, mit schmaler, dünner Nase, Sp.
-
6 τανύῤ-ῥῑνος
τανύῤ-ῥῑνος, mit vorgestreckter Nase, langnasig, Nonn. D. 5, 10, κάρηνον.
-
7 ταλαύ-ρῑνος
ταλαύ-ρῑνος (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, muthig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.
-
8 κραταί-ρῑνος
κραταί-ρῑνος, mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1, 47.
-
9 κελαινόῤ-ῥῑνος
κελαινόῤ-ῥῑνος, mit schwarzer Haut; ϑήρ Opp. Hal. 5, 18; Nonn. D. 15, 158.
-
10 καμπυλόῤ-ῥῑνος
καμπυλόῤ-ῥῑνος, dasselbe, Sp.
-
11 κοσκινό-ρῑνος
κοσκινό-ρῑνος, mit einem wie ein Sieb durchlöcherten Leder, vielleicht von einem alten Schilde, Hesych.; oder ein Fell, zum Siebmachen geeignet.
-
12 εὔ-ρῑνος
εὔ-ρῑνος ( ῥίς), mit guter Nase, gut spürend, κυνὸς βάσις Soph. Ai. 8; κύων Ael. H. A. 2, 15.
-
13 μεγαλόῤ-ῥῑνος
μεγαλόῤ-ῥῑνος, starkhäutig, Schol. Ar. Pax 924.
-
14 μελάῤ-ῥῑνος
μελάῤ-ῥῑνος, mit schwarzer Haut, γενέϑλη, Nonn. D. 14, 395.
-
15 λιπόῤ-ῥῑνος
λιπόῤ-ῥῑνος, 1) ohne Haut, Nonn. D. 1, 44. – 2) mit fettiger od. glänzender Haut, vom Salamander, Nic. Al. 550.
-
16 λειπό-ρῑνος
λειπό-ρῑνος, ohne Haut oder Rinde, Conj. für λοιπόρινος, Leon. Tar. 11 (VI, 298), wo aber ι kurz ist.
-
17 λιθόῤ-ῥῑνος
λιθόῤ-ῥῑνος, = λιϑόδερμος, χελώνη, H. h. Merc. 48, wie Empedocl. 238.
-
18 ὀστρακό-ρῑνος
ὀστρακό-ρῑνος, = ὀστρακόδερμος, Opp. Hal. 1, 313. 5, 589.
-
19 ὀξύῤ-ῥῑνος
ὀξύῤ-ῥῑνος, = Vorigem, Sp.
-
20 ἄ-ρῑνος
ἄ-ρῑνος, dasselbe, Xen. Cyn. 3, 3, l. d.; Poll.
См. также в других словарях:
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
ῥινός — ῥῑνός , ῥίς nose fem gen sg ῥῑνός , ῥινός skin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] … Dictionary of Greek
ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
носъ — НОС|Ъ (39), А с. 1.Нос, часть лица: Блѧдѹщюмѹ черньцю по законѹ. людьскомѹ носъ ѥмѹ ѹрѣзають. ЗС 1280, 338в; то же ЗС XIV, 24 об.–25; овомѹ носа ѹрѣзаша. а iномѹ очи выимаша. кто василь˫а на зло повелъ. ЛН XIII–XIV, 136 (1257); бѧше же ту лице… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κοσκινόρινος — κοσκινόρινος, ὁ (Α) (για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό ρρινος, μελά ρρινος] … Dictionary of Greek
λεπτόρρινος — η, ο (Μ λεπτόρρινος, ον) αυτός που έχει στενή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ῥίς, ῥινός «μύτη» (πρβλ. εύ ρινος)] … Dictionary of Greek