Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥῑνόκερως

См. также в других словарях:

  • ῥινόκερως — ῥινόκερω̆ς , ῥινόκερως the Rhinoceros adverbial ῥινόκερω̆ς , ῥινόκερως the Rhinoceros masc/fem nom pl ῥινόκερω̆ς , ῥινόκερως the Rhinoceros masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινοκέρως — ῥῑνοκέρως , ῥινόκερως the Rhinoceros masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινόκερων — ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως the Rhinoceros masc/fem/neut gen pl ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως the Rhinoceros masc/fem acc sg ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως the Rhinoceros neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • носорог — Калька, как и нем. Nashorn – то же, с лат. rhinoceros, греч. ῥινοκέρως : ῥί̄ς, род. п. ῥινός нос , κέρας рог …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Rhinoceros — Taxobox name = Rhinoceros fossil range = Eocene Recent image caption = Black Rhinoceros, Diceros bicornis regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Mammalia ordo = Perissodactyla familia = Rhinocerotidae familia authority = Gray, 1821… …   Wikipedia

  • rinoceronte — (Del lat. rhinoceros, otis < gr. rhinokeros < rhis, rhinos, nariz + keras, cuerno.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Mamífero perisodáctilo de cuerpo grande y grueso, con extremidades columnares dotadas de tres dedos, piel muy dura y uno o… …   Enciclopedia Universal

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • ιγκουάνα ή ιγουάνα — (iguana). Κοινή ονομασία πολλών ειδών ερπετών που ανήκουν στην οικογένεια των ιγκουανίδων, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των φολιδωτών ερπετών. Περιλαμβάνει ζώα διαφορετικού μεγέθους (μήκους 10 130 εκ.) τα οποία είναι προσαρμοσμένα σε… …   Dictionary of Greek

  • Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»