Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ῥῑνο-τόρος

См. также в других словарях:

  • λαοτόρος — λαοτόρος, ον (Μ) λαξευτής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τόρος (< τόρος «τρυπάνι» < τορεῖν απρμφ. αορ. τού ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. oξv τόρος, ρινο τόρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυτόρος — ον, Α πολύ αιχμηρός («πολυτόρον δέρμα τὸ τοῦ ἐχίνου», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τόρος (< ἔ τορ ον, αόρ. β που αντιστοιχεί στο ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. ρινο τόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»