-
1 ραθυμως
1) беззаботно, беспечно(φέρειν τι Plat.)
2) равнодушно, с пренебрежениемῥ. ἔχειν περί τι Polyb. — нерадиво относиться к чему-л.
См. также в других словарях:
ῥαθύμως — ῥάθυμος light hearted adverbial ῥάθυμος light hearted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳθύμως — ῥᾳθύ̱μως , ῥᾴθυμος adverbial ῥᾳθύ̱μως , ῥᾴθυμος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… … Dictionary of Greek
εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω … Dictionary of Greek
ՅՈՒԼԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0374 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. ῤᾳθύμως remisse, segniter, oscitanter. Իբրեւ յոյլ շարժելով. յուլութեամբ. դանդաղանօք. *Բժիշկք ոչ յուլաբար եւ ծուլապէս բժշկել ձեռնարկեն. Փիլ. նխ. ՟բ.: *Յուլաբար (կամ յուղաբար) ուղեւորեալ, եւ ծուլաբար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏԱՐՏԱՄԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0858 Chronological Sequence: Unknown date մ. ῤᾳθύμως segniter. Տարտամ օրինակաւ. դանդաղանօք. *Ի սմանէ ստելով՝ տարտամապէս բացասել (այսինքն արտասանել) զդատն. Պղատ. օրին. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)