Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥᾳθυμίη

См. также в других словарях:

  • ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳθυμίη — ῥᾳθῡμίη , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳθυμίῃ — ῥᾳθῡμίῃ , ῥᾳθυμία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισοπονία — μισοπονία, ἡ (Α) [μισόπονος] αποστροφή προς την εργασία («ἀμαθίῃ καὶ ῥαθυμίῃ καὶ προσέτι μισοπονίῃ», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»