-
1 ραδινος
-
2 ραδινός
η, ό[ν] тонкий, стройный, гибкий -
3 βραδινος
См. также в других словарях:
ῥαδινός — slender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… … Dictionary of Greek
ραδινός — ή, ό λεπτοκαμωμένος, λυγερός: Μερικοί από τους νέους που γυμνάζονται έχουν σώμα ραδινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαδινά — ῥαδινός slender neut nom/voc/acc pl ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc/acc dual ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδινώτερον — ῥαδινός slender adverbial comp ῥαδινός slender masc acc comp sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδινῶν — ῥαδινός slender fem gen pl ῥαδινός slender masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδινόν — ῥαδινός slender masc acc sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδινώτατον — ῥαδινός slender masc acc superl sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδιναῖς — ῥαδινός slender fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδιναί — ῥαδινός slender fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαδινοῖο — ῥαδινός slender masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)