-
1 ῥώψ
ῥώψ, ἡ, niedriges Strauchholz, Gesträuch, Gebüsch, auch das davon abgehauene Strauchwerk, Gezweig, Reisig; αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε, Od. 10, 166, wo Schol. erkl. ἱμαντώδη φυτὰ ἐπιμήκεις καὶ εὐκάμπτους ῥάβδους ἔχοντα; ῥῶπας ὑπέχευε δασείας, 14, 49, wie χεῦεν ὑπὸ χλωρὰς ῥῶπας, 16, 47; Schol. leiten es von ῥέπω ab, ὅτι ῥέπει ὅπου ϑέλει τις, ἱμαντῶδες γάρ ἐστιν. Einzeln bei sp. D., wie D. Per. 1100; auch Theophr.
-
2 ῥώψ
ῥώψ, ἡ, niedriges Strauchholz, Gesträuch, Gebüsch, auch das davon abgehauene Strauchwerk, Gezweig, Reisig -
3 χαμαί-ρωψ
-
4 κλώψ
-
5 ῥωπάς
-
6 ῥῶπαξ
-
7 χαμαίρωψ
χαμαί-ρωψ, οπος, ἡ, eine Pflanze, chamaerops
См. также в других словарях:
ῥώψ — shrub fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρώψ — (I) ῥωπός, ή, ΜΑ (κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπες λεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνους αρχ. (στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ… … Dictionary of Greek
ῥωπῶν — ῥώψ shrub fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωπός — ῥώψ shrub fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῶπας — ῥώψ shrub fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῶπες — ῥώψ shrub fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥώπεσι — ῥώψ shrub fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥώπεσσι — ῥώψ shrub fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπάς — άδος, ἡ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] … Dictionary of Greek
ρώμσιν — Α (αιγυπτιακή λ.) πλοιάριο, ῥώψ* (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥώμσιν είναι αιτ. τού άχρηστου *ῥώμσις, άλλου τ. τού ῥώψ* (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
ρώπαξ — ώπακος, ὁ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + επίθημα αξ (πρβλ. πίδ αξ)] … Dictionary of Greek