Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ῥώψ

См. также в других словарях:

  • ῥώψ — shrub fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώψ — (I) ῥωπός, ή, ΜΑ (κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπες λεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνους αρχ. (στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ῥωπῶν — ῥώψ shrub fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥωπός — ῥώψ shrub fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῶπας — ῥώψ shrub fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῶπες — ῥώψ shrub fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώπεσι — ῥώψ shrub fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώπεσσι — ῥώψ shrub fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωπάς — άδος, ἡ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • ρώμσιν — Α (αιγυπτιακή λ.) πλοιάριο, ῥώψ* (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥώμσιν είναι αιτ. τού άχρηστου *ῥώμσις, άλλου τ. τού ῥώψ* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • ρώπαξ — ώπακος, ὁ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + επίθημα αξ (πρβλ. πίδ αξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»