-
1 ῥυτός
ῥυτός, auch 2 Endgn, 1) flüssig, fließend, strömend; ῥυτᾶς ἐξ ἁλὸς ὀρόμενον, Aesch. Ag. 1382; ῥυτοῖς πόροις, Eum. 430; ῥυτῶν ὑδάτων λουτρὰ καὶ χοάς, Soph. O. C. 1594, von Quellen u. von Flüssen, Ai. 868; ῥυτὰν παγάν, Eur. Hipp. 123; ὕδωρ, im Ggstz von πηκτόν, Tim. Locr. 99 c; ὕδατα, im Ggstz von στάσιμα, Arist. meteor. 2, 1. – 2) τὸ ῥυτόν, ein Trinkgefäß, oben brcit, unten spitz zulaufend, eine Art Trinkhorn, aus dessen engem unterm τὰ ῥυτὰ κέρασιν ὅμοια εἶναι, διατετρημένα δ' εἶναι· ἐξ ὧν κρουνιζόντων λεπτῶς κάτωϑεν πίνουσιν, Doroth. bei Ath. XI, 497 e, vgl. XI, 496 f, wo Beispiele aus Dem. 21, 158 ὶκυμβία καὶ ῥυτὰ καὶ φιάλας ὀνομάζων) u. Comic. u. Hedyl. ep. 7 ( App. 31) angeführt sind u. bemerkt wird, daß es früher auch κέρας geheißen. Bei D. Sic. 20, 63, ῥυτὸν μέγαν, masc.; Martial. 2, 35, 2 hat auch rhytium, also im dimin. ῥύτιον; vgl. Runkel Cratin. frg. p. 71.
См. также в других словарях:
ρύτιον — (I) τὸ, Α υποκορ. μικρό ποτήρι ή μικρό κέρας που καταλήγει σε οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτόν «είδος ποτηριού» + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ῥύσιον … Dictionary of Greek
Gortys — Gesetzestext im Odeion von Gortys Gortys (altgriechisch Gortyn (Γορτύν) oder Gortyna (Γόρτυνα),[1] neugriechisch auch Gortys Γόρτυς) war eine antike Stadt im zen … Deutsch Wikipedia
РИТИЙ — • Rhytium, ΄Ρύτιον, город на юге Крита (Ноm. Il. 2, 648), присоединенный гортинийцами к их области (Strab. 10, 479) … Реальный словарь классических древностей
ρυσιάζω — και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α [ῥύσιον / ῥύτιον] 1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ 2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.) 3. παθ. ῥυσιάζομαι (στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία 4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.)… … Dictionary of Greek
ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… … Dictionary of Greek