-
1 ρύακας
-
2 ῥύακας
См. также в других словарях:
ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν … Dictionary of Greek
ῥύακας — ῥύᾱκας , ῥύαξ rushing stream masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)