-
1 ρόπτρων
-
2 ῥόπτρων
-
3 ἐκκρήμναμαι
A = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76 : c. gen., E.HF 520 ; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id. Ion 1612 :—later in [voice] Act. part. ἐκκρημνάς or- κριμνάς
hanging up,Iamb.
VP33.238.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκρήμναμαι
-
4 ἰάχημα
См. также в других словарях:
ῥόπτρων — ῥόπτρον the wood in a trap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek