-
1 ρόπτρα
-
2 ῥόπτρα
-
3 βυρσο-παγής
βυρσο-παγής, ές, von Leder gemacht, ῥόπτρα Plut. Crass. 23.
-
4 ἠχεῖον
ἠχεῖον, τό ( ἦχος), starkschallende Instrumente, Pauken od. Becken von Erz, ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς Plut. Crass. 23, wofür er nachher τύμπανα sagt; vgl. Schol. Theocr. 2, 36. – Die Resonanz an der Lyra, τὸ πρὸς τῇ μαγάδι χάλκωμα Hesych.; übh. was zur Verstärkung des Tones dient, Sp. – Auch eine Theatermaschine, den Schall des Donners nachzuahmen, Schol. Ar. Nubb. 292.
-
5 βυρσοπαγης
-
6 βυρσοπαγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοπαγής
См. также в других словарях:
ῥόπτρα — ῥόπτρον the wood in a trap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek