-
1 ρόμβω
-
2 ῥόμβῳ
См. также в других словарях:
ρομβώ — (I) και ῥυμβῶ, έω, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] περιστρέφω. (II) όω, Α [ῥόμβος] δίνω σε κάτι το σχήμα ρόμβου … Dictionary of Greek
ῥόμβῳ — ῥόμβος bull roarer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam … Hofmann J. Lexicon universale
επιρρομβώ — ἐπιρρομβῶ, έω (Α) [ρομβώ] 1. κάνω κρότο, χτυπώ («ἐπιρρόμβεισι δ’ ἄκουαι», Σαπφ.) 2. εφορμώ από ψηλά εναντίον κάποιου με ήχο που προέρχεται από περιστροφική κίνηση … Dictionary of Greek
περιρρομβώ — έω, ΜΑ κάνω κάτι να περιστραφεί σαν ρόμβος, στριφογυρίζω κυκλικά, αναποδογυρίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥομβῶ «περιστρέφω κάτι σαν ρόμβο»] … Dictionary of Greek
ρομβίζω — Α περιστρέφω, συστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥομβῶ (Ι), κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ρομβητής — ὁ, Α [ῥομβῶ (Ι)] αυτός που στριφογυρίζει σαν ρόμβος, σαν τροχός … Dictionary of Greek
ρομβητός — ή, όν, Α [ῥομβῶ (Ι)] αυτός τον οποίο περιστρέφει κανείς («ῥομβητοὺς δονέων λυσσομανεῑς πλοκάμους», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ρομβωτός — ή, ό / ῥομβωτός, ή, όν, ΝΑ [ῥομβῶ (ΙΙ)] νεοελλ. χωρισμένος σε ρομβοειδή σχήματα αρχ. κατασκευασμένος σε σχήμα ρόμβου … Dictionary of Greek
ρυμβώ — έω, Α (αττ. τ.) βλ. ῥομβῶ (Ι) … Dictionary of Greek