-
1 ρέψει
ῥέπωturn the scale: aor subj act 3rd sg (epic)ῥέπωturn the scale: fut ind mid 2nd sgῥέπωturn the scale: fut ind act 3rd sg -
2 ῥέψει
ῥέπωturn the scale: aor subj act 3rd sg (epic)ῥέπωturn the scale: fut ind mid 2nd sgῥέπωturn the scale: fut ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
ῥέψει — ῥέπω turn the scale aor subj act 3rd sg (epic) ῥέπω turn the scale fut ind mid 2nd sg ῥέπω turn the scale fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek