Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥέψαι

См. также в других словарях:

  • ῥέψαι — ῥέπω turn the scale aor imperat mid 2nd sg ῥέπω turn the scale aor inf act ῥέψαῑ , ῥέπω turn the scale aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»