-
61 οὐλό-θῡμος
οὐλό-θῡμος, verderbliches Sinnes, VLL.
-
62 ἀ-πρό-θῡμος
ἀ-πρό-θῡμος, nicht bereitwillig, ungern, καὶ οὐκ ἐϑέλων Her. 7, 220; Thuc. 4, 86; Xen. An. 6, 2, 7; καὶ ἄκων Plut. – Adv. ἀπροϑύμως, Plat. Legg. 665 e.
-
63 ἀπό-θῡμος
-
64 ὀβριμό-θῡμος
ὀβριμό-θῡμος, starkmüthig; Hes. Th. 140; H. h. 7, 2; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 16); Luc. Tragodop. 192.
-
65 ὀξύ-θῡμος
ὀξύ-θῡμος, schnell zum Zorn, jähzornig; Aesch. Eum. 675; Eur. Med. 319 u. öfter; Ar. Vesp. 405. 455; Arist.; Luc. Tim. 3 u. öfter.
-
66 ἀγριό-θῡμος
ἀγριό-θῡμος, wilden Sinnes, Orph. H. 11, 4.
-
67 ἀνδρειό-θῡμος
ἀνδρειό-θῡμος, von männlichem Muthe, Suid. v. ψυχικός.
-
68 ἀνθρωπό-θῡμος
ἀνθρωπό-θῡμος, menschenmüthig, dem λεοντόϑυμος entggstzt, Plut. Gryll. 4 g. E.
-
69 ἀλγεσί-θῡμος
ἀλγεσί-θῡμος, πόνος, herzkränkend, Orph. H. 64.
-
70 ὀλιγό-θῡμος
ὀλιγό-θῡμος, kleinmüthig (?).
-
71 ὀλβιό-θῡμος
ὀλβιό-θῡμος, glückliches Herzens, od. das Herz beglückend, ζωή, Orph. H. 18, 21.
-
72 ἁψί-θῡμος
-
73 ὁμό-θῡμος
-
74 ἄ-θῡμος
ἄ-θῡμος, 1) muthlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmüthig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem ϑυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmüthig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀϑὐμως διάγειν, muthlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmüthig sein, Isocr. 4, 44; ἀϑυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀϑύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
-
75 ἐρί-θῡμος
ἐρί-θῡμος, sehr zornig, sehr muthig, Qu. Sm. oft.
-
76 ἐχέ-θῡμος
ἐχέ-θῡμος, Verstand habend, Od. 8, 320, Schol. λογισμὸν ἔχων, oder κρατῶν τῶν ἐπιϑυμιῶν, σώφρων, der besonnen seine Leidenschaften im Zaume hält. Vgl. ἐχέφρων.
-
77 ὑπέρ-θῡμος
ὑπέρ-θῡμος, übermüthig, überausmuthig, im guten Sinne; Il. 2, 746; Διομήδης 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; ϑεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, übermüthig, frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr.
-
78 ἔκ-θῡμος
ἔκ-θῡμος, muthig, leidenschaftlich, hitzig, von Menschen u. Dingen, wie τειχομαχίας ἐκϑυμοτάτης γενομένης App. Civ. 5, 88. Bei Aesch. Pers. 364 erkl. man τοσαῠτ' ἔλεξε κάρϑ' ὑπ' ἐκϑύμου φρενός = sinnlos. – Adv., ἐκϑύμως ἀγωνίζεσϑαι D. Hal. 2, 54; ἐρίζειν Luc. Iup. Trag. 16; a. Sp.
-
79 ἔν-θῡμος
ἔν-θῡμος, muthig, Arist. Pol. 7, 7.
-
80 ἰσό-θῡμος
ἰσό-θῡμος, von gleicher Gesinnung, Schol. Il. 7, 295.
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия
Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… … Wikipédia en Français
Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… … Wikipédia en Français
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek