-
1 ρώμαις
-
2 ῥώμαις
-
3 Ῥωμαΐς
AῬωμαῖος, παιδεία Dam.
ap. Suid.s.v. Μαρκελλῖνος. -
4 συναπομαραίνομαι
A fade away and die together, X.Smp.8.14;ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18
; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπομαραίνομαι
-
5 ὑπεράγω
ὑπεράγω [ᾰ],A lift up over, τὸ πεπονθὸς [ σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt,τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92
.II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5;τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35
: c. acc., : mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal,αἰχμάλωτοι SIG588.67
(Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.;ῥώμαις Id.5.17
, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44;ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31
(33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεράγω
См. также в других словарях:
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
ῥώμαις — ῥώμη bodily strength fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Byzantine Empire — This article is about the medieval Roman empire. For other uses, see Byzantine (disambiguation). Roman Empire Βασιλεία Ῥωμαίων, Ῥωμανία Basileia Rhōmaiōn, Rhōmanía Imperium Romanum, Romania … Wikipedia
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
συναπομαραίνομαι — Α [ἀπομαραίνομαι] μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek