-
1 ῥύπτειρα
-
2 ῥύπτειρα
ῥύπτειρα, ἡ, Wäscherin, reinigend
См. также в других словарях:
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek