-
1 ρόμβου
ῥόμβοςbull-roarer: masc gen sgῥομβόωbring into the shape of a rhombus: pres imperat act 2nd sgῥομβόωbring into the shape of a rhombus: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ῥόμβου
ῥόμβοςbull-roarer: masc gen sgῥομβόωbring into the shape of a rhombus: pres imperat act 2nd sgῥομβόωbring into the shape of a rhombus: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ῥόμβος
A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, , cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr. 303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.);ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49
, cf. 1517.207.4 membrum virile, PLond.1821.164.II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥ. the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65);ῥ. τυπάνων Id.Dith.Oxy. 1604
Fr. 1 ii 9;ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.
; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph.,Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ IG14.1389i
i34 (perh. an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be [dialect] Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech. 854b16, Euc.1 Def. 22.b ῥ. στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥ. Ath.7.330b, cf. ψῆττα. -
4 δίνευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίνευμα
См. также в других словарях:
ῥόμβου — ῥόμβος bull roarer masc gen sg ῥομβόω bring into the shape of a rhombus pres imperat act 2nd sg ῥομβόω bring into the shape of a rhombus imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρομβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο» (κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβου β) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες,… … Dictionary of Greek
Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… … Dictionary of Greek
παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
γαλέτα — η 1. είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δυο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο 2. ναυτ. το άκρο τού καταρτιού σε σχήμα ρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galletta] … Dictionary of Greek
επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη … Dictionary of Greek
ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
μπακλαβάς — ο γλυκό ταψιού το οποίο παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης, καρύδια, βούτυρο, μέλι ή ζάχαρη και κόβεται σε κομμάτια σχήματος ρόμβου συνήθως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baklava] … Dictionary of Greek