Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥωγμός

См. также в других словарях:

  • ρωγμός — ὁ, Α βλ. ῥωχμός (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • u̯rēĝ-, u̯rōĝ-, u̯rǝĝ- (*su̯rēĝ-) —     u̯rēĝ , u̯rōĝ , u̯rǝĝ (*su̯rēĝ )     English meaning: to break     Deutsche Übersetzung: “brechen”     Material: Arm. ergic uc̣anem (*u̯rēĝ ) “ῥήγνυμι”; Gk. ῥήγνῡμι (and ῥήσσω) “break” (Aor. pass. ἐρράγην, perf. ἔρρωγα, herakl.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»