-
1 ρωβικος
-
2 ῥωβικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥωβικός
-
3 ρωβικώτερος
-
4 ῥωβικώτερος
-
5 ῥῶ
ῥῶGrammatical information: n.Meaning: indecl. name of the letter (Ar., Pl. a.o.).Derivatives: ῥωτακίζειν = τῳ̃ ῥ στοιχείῳ συνεχῶς χρῆσθαι (Suid.) after *ἰωτα-κίζειν in ἰωτακισμός (s. on ἰῶτα); ῥωβικός `who cannot pronounce the ῥ' (D. L.; after συλλαβικός, τριβικός a.o.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Page in Frisk: 2,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῶ
См. также в других словарях:
ρωβικός — ή, όν, Α αυτός που δεν μπορεί να προφέρει το γράμμα ρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, πιθ. κατ αναλογία προς τα συλλαβικός, τριβικός] … Dictionary of Greek
ῥωβικώτερος — ῥωβικός unable to pronounce the letter masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)