-
1 ῥωβίδας
-
2 ῥωβίδας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥωβίδας
-
3 ῥωβίδας
ῥωβίδας, ὁ, lat., der Knabe im ersten Jahre -
4 ῥωβίδας
Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation after the patronymica in - ίδας (Schwyzer 509); further uneplained. After Baunack Phil. 70, 367 to be changed into βωβίδας (= βωϜίδας), from βῶς = βοῦς; not convincing.Page in Frisk: 2,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥωβίδας
См. также в других словарях:
ρωβίδας — α, ὁ, Α (στη Σπάρτη) νήπιο κάτω τού ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η ορθή μορφή τής λ. είναι *βωβίδας < *βωF ίδας < βῶς (πρβλ. βοῦς) + πατρωνυμική κατάλ. ίδας / ίδης*] … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek