-
1 ῥυΐσκομαι
ῥυΐσκομαι, spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῠ γάλακτος, Heliod. 2, 19.
-
2 ῥυΐσκομαι
ῥυΐσκομαι, bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen -
3 παραῤ-ῥυΐσκομαι
παραῤ-ῥυΐσκομαι, dabei, mit unterfließen, Eust.
-
4 μεταῤ-ῥυΐσκομαι
μεταῤ-ῥυΐσκομαι, = μεταῤῥέω, Nicet.
-
5 παραῤῥυΐσκομαι
παραῤ-ῥυΐσκομαι, dabei, mit unterfließen
См. также в других словарях:
ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μεταρρυΐσκομαι — (Μ) μεταρρέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥυΐσκομαι, θαμιστικός τ. τού ῥέω] … Dictionary of Greek
παραρρυΐσκομαι — Μ 1. ρέω δίπλα ή μαζί 2. μτφ. ακολουθώ, έπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυΐσκομαι «ρέω»] … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
υπορρυΐσκομαι — Μ υπορρέω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥυΐσκομαι «ρέω, χύνομαι»] … Dictionary of Greek