-
41 ἔκρυθμος
-
42 ἐνόπλιος
ἐν-όπλιος, in den Waffen, mit den Waffen, bes. ῥυϑμός, der Takt zum Waffentanz: Κουρήτων παίγνια, Waffentanz; οἱ ἐν. ϑεοί, Kriegsgötter -
43 ἔνρυθμος
ἔν-ρυθμος, u. ἐν-ρυθμικός, ή, όν, in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig -
44 ἔῤῥυθμος
ἔῤ-ῥυθμος, im Takte, nach dem Takte abgemessen -
45 ἑτερόῤῥυθμος
ἑτερόῤ-ῥυθμος, u. ἑτερόῤ-ῥυσμος, von anderm, verschiedenem Takte -
46 εὔρυθμος
-
47 ἰδιόῤῥυθμος
-
48 κακόῤῥυθμος
-
49 μονόῤῥυθμος
μονόῤ-ῥυθμος, (1) δόμος, von einem bewohnt. (2) von einem Takt, einer Weise -
50 ὁμόρυθμος
ὁμό-ρυθμος, von gleicher Gestalt, ähnlich -
51 παράῤῥυθμος
παράῤ-ῥυθμος, außer dem Rhythmus, ohne Takt; vom Pulse -
52 σκόλιον
σκόλιον, τό, ein Tischlied, ein Rundgesang, der bei Gastmählern und Gelagen von den Gästen selbst wechselnd zur Lyra gesungen ward; als Erfinder nennen die Alten den Terpandros. Der Name wird teils von der begleitenden musikalischen Weise hergeleitet, νόμος σκολιός, im Ggstz des ὄρϑιος, teils vom amphibrachischen Rhythmus, ῥυϑμὸς σκολιός, den man oft in den Skolien fand, gew. aber von der Ordnung, in welcher diese Tafellieder gesungen wurden, nämlich nicht der Reihe nach, sondern hin u. her, wie die Geschicklichkeit od. Neigung der Gäste es fügte, gleichsam ein Zickzacklied -
53 τετράῤῥυθμος
τετράῤ-ῥυθμος, aus vier Takten od. Versfüßen bestehend -
54 τρίῤῥυθμος
τρίῤ-ῥυθμος, mit, von drei Takten oder Füßen, Gramm -
55 φιλόῤῥυθμος
φιλόῤ-ῥυθμος, den Rhythmus, den Takt, das Zeitmaß liebend
См. также в других словарях:
ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek
βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek