-
1 ὁμό-ρυθμος
ὁμό-ρυθμος, von gleicher Gestalt, ähnlich.
-
2 ὁμόρυθμος
ὁμό-ρυθμος, von gleicher Gestalt, ähnlich
См. также в других словарях:
φιλόρρυθμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο ρυθμός τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῥυθμός (πρβλ. ὁμό ρρυθμος)] … Dictionary of Greek