-
1 ῥυπο-κέραμος
-
2 ῥυποκέραμος
A v. ῥυπαροκέραμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυποκέραμος
См. также в других словарях:
χαλκοκέραμος — ὁ, Μ (κατά την Ευδοκ.) «ἔδησαν αὐτὸν ἐν χαλκοκεράμῳ. Χαλκὸς δὲ κέραμος πόλις ἐστὶν οὕτω καλουμένη ἢ εἶδός ἐστι δεσμοῦ δυσχεροῦς, ἀλύτου καὶ δυσαντήτου». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ῥυπο κέραμος)] … Dictionary of Greek