-
1 ῥυπαρός
ῥυπαρός, schmutzig; ῥυπαρὸν ἄρτον ἐσϑίειν, Pol. 37, 3, 12; τριβώνιον, Plut. Phoc. 18; nach Moeris hellenistisch für das att. οἰσυπηρός; übertr., schmutzig geizig, filzig, καὶ ἀνελεύϑεροι, Ath., καὶ ἄτιμος, D. Hal. – Adv., ῥυπαρῶς δικάσαι, Pallad. 137 (X, 48).
-
2 ῥυπαρός
ῥυπαρός, schmutzig; übertr., schmutzig geizig, filzig -
3 γυμνοῤ-ῥύπαρος
γυμνοῤ-ῥύπαρος, nackt u. zerlumpt, D. L. 7, 16.
-
4 κακοῤ-ῥύπαρος
κακοῤ-ῥύπαρος, sehr schmutzig, Schol. Soph. Ai. 382.
-
5 ἀῤ-ῥύπαρος
ἀῤ-ῥύπαρος, nicht schmutzig, rein, Sp.
-
6 τρυχαλέος
-
7 λικνο-ειδής
λικνο-ειδής, ές, von der Gestalt einer Schwinge, Sp.; – Suid. erkl. auch ῥυπαρός.
-
8 ἀγά-συρτος
ἀγά-συρτος nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
-
9 ῥυπόεις
ῥυπόεις, εσσα, εν, = ῥυπαρός; f. L, Od. 13, 435; ῥυπόεσσα ὄλπη, Leon. Tar. 10 (VI, 293); ῥυπόεντι πίνῳ πεπαλαγμένον ἔσϑος, Antip. Sid. 61 (XI, 158).
-
10 ἀῤῥύπαρος
ἀῤ-ῥύπαρος, ἄῤ-ῥυπος, nicht schmutzig, rein -
11 ἄῤῥυπος
ἀῤ-ῥύπαρος, ἄῤ-ῥυπος, nicht schmutzig, rein -
12 γυμνοῤῥύπαρος
γυμνοῤ-ῥύπαρος, nackt u. zerlumpt -
13 κακοῤῥύπαρος
См. также в других словарях:
ῥυπαρός — filthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
ρυπαρός — ή, ό 1. ακάθαρτος, βρόμικος: Είχε πια συνηθίσει να είναι ρυπαρός και να βλέπει και τους άλλους στην ίδια κατάσταση. 2. αισχρός, κακοήθης: Κάτω από την ευγένεια κρυβόταν μια ρυπαρή ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυπαρά — ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc pl ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc/acc dual ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτερον — ῥυπαρός filthy adverbial comp ῥυπαρός filthy masc acc comp sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτάτων — ῥυπαρός filthy fem gen superl pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτέρων — ῥυπαρός filthy fem gen comp pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρῶν — ῥυπαρός filthy fem gen pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατα — ῥυπαρός filthy adverbial superl ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατον — ῥυπαρός filthy masc acc superl sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)