-
1 ῥυπαροφόρος
ῥῠπᾰρο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυπαροφόρος
-
2 ρυπαροφόρον
ῥυπαροφόροςwearing dirty clothes: masc /fem acc sgῥυπαροφόροςwearing dirty clothes: neut nom /voc /acc sg -
3 ῥυπαροφόρον
ῥυπαροφόροςwearing dirty clothes: masc /fem acc sgῥυπαροφόροςwearing dirty clothes: neut nom /voc /acc sg -
4 στιβάζω
3 [voice] Med., follow the track, track out, Aesar. ap. Stob.1.49.27.4 ἐστιβασμένος over-dressed, opp. ῥυπαροφόρος, Steph.in Hp.2.251 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβάζω
См. также в других словарях:
ρυπαροφόρος — ον, Μ αυτός που φορά ρυπαρά, βρόμικα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φόρος*] … Dictionary of Greek
ῥυπαροφόρον — ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes masc/fem acc sg ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek