Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥυπαροφόρος

См. также в других словарях:

  • ρυπαροφόρος — ον, Μ αυτός που φορά ρυπαρά, βρόμικα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ῥυπαροφόρον — ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes masc/fem acc sg ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»