-
1 ρυθμοποιίας
ῥυθμοποιίᾱς, ῥυθμοποιίαmaking of time: fem acc plῥυθμοποιίᾱς, ῥυθμοποιίαmaking of time: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ῥυθμοποιίας
ῥυθμοποιίᾱς, ῥυθμοποιίαmaking of time: fem acc plῥυθμοποιίᾱς, ῥυθμοποιίαmaking of time: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ῥυθμοποιίας — ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem acc pl ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… … Dictionary of Greek